ΑΓΑΠΗ, VI

«Η α­γά­πη Της ή­ταν τέ­λεια. Α­γα­πού­σε ά­πει­ρα τον Θε­ό και Υι­ό Της, αλ­λ’ α­γα­πού­σε και το λα­ό με με­γά­λη α­γά­πη.»  (γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ)

Πάλλευκο το περιστέρι
της ψυχής Σου
σ’ ετοίμαζε για τα μελλούμενα.
Απ’ τα μικράτα Σου
η ματιά συμπόνια,
το χέρι χάδι και φροντίδα
τα χείλη προσευχή,
το μέτωπο ν’ ακολουθεί
το γόνυ της ψυχής Σου,
σαν κλίνει.
Το πιο ευωδιαστό θυμίαμα
στο Ναό, Εσύ,
ν’ αγαπάς το λαό που
πρόστρεχε
με τον τρόπο που ήξερε
ως τότε να λατρεύει.
Εναπέθεταν το πρόσφορο
της ψυχής τους
στα άμωμά Σου χέρια
χωρίς να φαντάζονται
πως η παιδούλα
θα γινόταν Κλίμακα, Μεσίτρια, Παντάνασσα.
Είχες γίνει Μάνα, πριν γίνεις
Αφουγκραζόσουν την ανάγκη, τον πόνο
την παράκληση.
Είχες προσφερθεί, τι άλλο να προσφέρεις;

Ρομφαία έσχισε την καρδιά Σου,
σαν είδες τον Υιό Σου
στο Σταυρό.
Ήξερες, μα η αγάπη Σου
δεν άντεχε να βλέπει
την Αγάπη σταυρωμένη.
Ο λαός που διακονούσες,
τώρα σταυρωτής.
Ήξερες την ανάγκη του,
την απ’ αιώνων καταδίκη του…
Πώς να βάλεις την αγάπη Σου
πάνω απ’ τη δική του ανημπόρια;
Παράστεκες λυμένη τον Ηγαπημένο,
ως όριζε ο νόμος της άφατης Αγάπης.

 Ειρήνη Ζαμάνη