Στην Παναγία μας...




   
Γέ­ρον­τας Σω­φρό­νιος Σα­χά­ρωφ


Η Πα­να­γί­α μας , πό­νε­σε πιο πο­λύ απ΄ ό­λες τις γυ­ναί­κες , πιο πο­λύ απ΄ ό­λες τις μα­νά­δες του κό­σμου, για­τί κα­νέ­να δεν έ­βλα­ψε , σε κα­νέ­να δεν έ­κα­νε κα­κό κι΄ ό­μως Της έ­κα­ναν το με­γα­λύ­τε­ρο κα­κό ό­λης της οι­κου­μέ­νης. Σταύ­ρω­σαν Τον Υι­ό Της .

Και αν­τι­κρύ­ζον­τάς Τον πά­νω Στο Σταυ­ρό , πό­νε­σε τό­σο η καρ­διά της… Γι΄ αυ­τό μπο­ρεί να κα­τα­λά­βει την κά­θε πο­νε­μέ­νη ύ­παρ­ξη, και συμ­πά­σχει με τον κά­θε άν­θρω­πο που πο­νά, για­τί α­κρι­βώς , ξέ­ρει τι πά­ει να πει «πό­νος».


Ό­ταν η ψυ­χή κα­τέ­χε­ται α­πό την α­γά­πη του Θε­ού, τό­τε, ω, πώς εί­ναι ό­λα ευ­χά­ρι­στα, α­γα­πη­μέ­να και χαρ­μό­συ­να! Η α­γά­πη, ό­μως, αυ­τή συ­νε­πά­γε­ται θλί­ψη· και ό­σο βα­θύ­τε­ρη εί­ναι η α­γά­πη, τό­σο με­γα­λύ­τε­ρη εί­ναι και η θλί­ψη.


Η Θε­ο­τό­κος δεν α­μάρ­τη­σε πο­τέ, ού­τε καν με το λο­γι­σμό, και δεν έ­χα­σε πο­τέ τη χά­ρη, αλ­λά και Αυ­τή εί­χε με­γά­λες θλί­ψεις. Ό­ταν στε­κό­ταν δί­πλα στο Σταυ­ρό, τό­τε ή­ταν η θλί­ψη Της α­πέ­ραν­τη σαν τον ω­κε­α­νό, και οι πό­νοι της ψυ­χής Της ή­ταν α­σύγ­κρι­τα με­γα­λύ­τε­ροι α­πό τον πό­νο του Α­δάμ με­τά την έ­ξω­ση α­πό τον Πα­ρά­δει­σο, για­τί και η α­γά­πη Της ή­ταν α­σύγ­κρι­τα με­γα­λύ­τε­ρη α­πό την α­γά­πη του Α­δάμ στον Πα­ρά­δει­σο. Και αν ε­πέ­ζη­σε, ε­πέ­ζη­σε μό­νο με τη θεί­α δύ­να­μη, με την ε­νί­σχυ­ση του Κυ­ρί­ου, για­τί το θέ­λη­μά Του ή­ταν να δει η Θε­ο­τό­κος την Α­νά­στα­ση και ύ­στε­ρα, με­τά την Α­νά­λη­ψή Του, να πα­ρα­μεί­νει πα­ρη­γο­ριά και χα­ρά των Α­πο­στό­λων και του νέ­ου χρι­στι­α­νι­κού λα­ού.


Ε­μείς δεν φτά­νου­με στο πλή­ρω­μα της α­γά­πης της Θε­ο­τό­κου, και γι’ αυ­τό δεν μπο­ρού­με να εν­νο­ή­σου­με πλή­ρως το βά­θος της θλί­ψε­ώς Της. Η α­γά­πη Της ή­ταν τέ­λεια. Α­γα­πού­σε ά­πει­ρα τον Θε­ό και Υι­ό Της, αλ­λ’ α­γα­πού­σε και το λα­ό με με­γά­λη α­γά­πη. Και τι αι­σθα­νό­ταν ά­ρα­γε, ό­ταν ε­κεί­νοι, που τό­σο πο­λύ η ί­δια α­γα­πού­σε και που τό­σο πο­λύ πο­θού­σε τη σω­τη­ρί­α τους, σταύ­ρω­ναν τον α­γα­πη­μέ­νο της Υι­ό;
Αυ­τό δεν μπο­ρού­με να το συλ­λά­βου­με, για­τί η α­γά­πη μας για τον Θε­ό και τους αν­θρώ­πους εί­ναι λί­γη. Κι ό­πως η α­γά­πη της Πα­να­γί­ας υ­πήρ­ξε α­πέ­ραν­τη και α­κα­τά­λη­πτη, έ­τσι α­πέ­ραν­τος ή­ταν και ο πό­νος της που πα­ρα­μέ­νει α­κα­τά­λη­πτος για μας.


Η Θε­ο­τό­κος δεν πα­ρέ­δω­σε στη Γρα­φή ού­τε τις σκέ­ψεις T­ης ού­τε την α­γά­πη T­ης για τον Υι­ό και Θε­ό T­ης ού­τε τις θλί­ψεις της ψυ­χής T­ης κα­τά την ώ­ρα της σταυ­ρώ­σε­ως, για­τί ού­τε και τό­τε θα μπο­ρού­σα­με να τα συλ­λά­βου­με. Η α­γά­πη T­ης για τον Θε­ό ή­ταν ι­σχυ­ρό­τε­ρη και φλο­γε­ρό­τε­ρη α­πό την α­γά­πη των Χε­ρου­βείμ και των Σε­ρα­φείμ, και ό­λες οι δυ­νά­μεις των αγ­γέ­λων και αρ­χαγ­γέ­λων εκ­πλήσ­σον­ται με Αυ­τήν.