Φθινοπωρινή ποίηση


Δεν έγραψα ποτέ ποιήματα το καλοκαίρι. Τ’ ανθοβόλημα κι η λάμψη του παραήταν αισθησιακά για μένα. Το καλοκαίρι ενσάρκωνα τη μελαγχολία. Κατά το φθινόπωρο, μια μελωδία κατέκλυε τον κόσμο. Ερωτευόμουν την ομίχλη, τις απαρχές του σκοταδιού, το κρύο. Έβρισκα το χιόνι θαυμάσιο, μα ίσως ακόμα πιο όμορφες, πιο θαυμάσιες, φάνταζαν οι σκοτεινές, άγριες, θερμές καταιγίδες νωρίς την άνοιξη. Μες στο κρύο του χειμώνα, τα βράδια έλαμπαν και τρεμόπαιζαν μαγευτικά. Οι ήχοι με συνέπαιρναν, τα χρώματα μιλούσαν. Είναι ολοφάνερο, ζούσα αιώνια μόνος. Η μοναξιά ήταν η γυναίκα που επιθυμούσα, ο φίλος που προτιμούσα, η συζήτηση που λάτρευα, η ομορφιά που απολάμβανα, η κοινωνία μέσα στην οποία ζούσα. Τίποτα δεν ήταν πιο φυσικό και τίποτα πιο οικείο σ’ εμένα. Ήμουν ένας υπάλληλος και τις περισσότερες φορές δίχως μια θέση ταιριαστή, μα αυτό μου ταίριαζε μια χαρά. Ω, η ευχάριστη ονειρική μελαγχολία, η μαγευτική απελπισία, η παραδεισένια όμορφη σκοτεινιά, η εγκάρδια θλίψη, η γλυκιά αναλγησία. Λάτρευα τα περίχωρα με τη μορφή του μοναχικού εργάτη. Οι χιονοσκέπαστοι αγροί μιλούσαν προσωπικά σ’ εμένα, το φεγγάρι έμοιαζε να θρηνεί σιγανά πάνω στο αιθέριο άσπρο χιόνι. Τ’ άστρα! Ήταν υπέροχα. Ήμουν τόσο πριγκηπικά φτωχός και τόσο βασιλικά ελεύθερος. Στην παγερή νύχτα, προς το ξημέρωμα, στεκόμουν μπρος στ’ ανοιχτό παράθυρο φορώντας μονάχα το νυχτικό μου, με τον παγωμένο αέρα να φυσάει στο πρόσωπό μου και το στήθος.
Και την ίδια στιγμή είχα την παράξενη εντύπωση ότι ο αέρας έλαμπε παντού γύρω μου. Συχνά, στ’ απόμερο δωμάτιο όπου κατοικούσα, έριχνα τον εαυτό μου στα γόνατα και παρακαλούσα το Θεό να μου δώσει μια όμορφη στιχογραμμή. Έπειτα, έβγαινα έξω και χανόμουν στη φύση.

Ρόμπερτ Βάλζερ