Η Αγάπη στην Κόλαση


Εγώ σας λέω, πως οι κολαζόμενοι στη γέενα, τιμωρούνται με το μαστίγιο της αγάπης του Θεού. Ω, πόσο πικρή υπάρχει η τιμωρία της αγάπης του Θεού! Εκείνοι δηλαδή που αισθά­νονται ότι πλήγωσαν την αγάπη του Θεού, έχουν την μεγαλύτερη κόλαση, διότι η λύπη η οποία πληγώνει την καρδιά για την αμαρτία που έγινε εναντίον της αγάπης του Θεού, είναι δριμύτερη κάθε άλλης κολάσεως. Είναι άτοπο να νομίζει κάποιος, ότι οι αμαρ­τωλοί στη κόλαση στερούνται της αγάπης του Θεού· διότι η αγάπη του Θεού, αφού είναι απόγονος της γνώσεως του προσώπου Του, δίνεται ανεξαιρέτως σε όλους, ενεργεί όμως δια της δύναμης της φύσης της κατά δύο τρόπους, τους μεν αμαρτωλούς κολάζει, τους δε δικαίους ευφραίνει· και αυτή είναι κατά τη γνώμη μου η κόλαση, δηλαδή η μεταμέλεια· αλλά οι ψυχές των παιδιών του Θεού μεθύουν από την γλυκύτητά της.
Ποιος άραγε είναι ικανός να υμνήσει την δόξα του Θεού, ο Οποίος ανασταίνει ακόμα και εκείνον που Τον καταφρονεί και Τον βλαστημά; Ανακαινίζει την παράλογη χοϊκή φύση, κάνοντάς την συνετή. Τον νου που διασκορπάται και τις αισθήσεις που τρέχουν αχαλιναγώγητες εδώ κι εκεί τις περιμαζεύει με σκέψη λογική. Κι όμως, ο αμαρτωλός δεν μπορεί να καταλάβει την ανάσταση που του ’χει δωρηθεί. Που είναι λοιπόν η γέεννα, που μπορεί να μας λυπήσει; Που είναι η κόλαση, η οποία από παντού μας τρομοκρατεί και νικά δήθεν την βαθειά χαρά της αγάπης του Θεού; Και τι είναι η γέεννα μπροστά στην ένδοξη ανάσταση με την οποία ο Θεός θα μας αναστήσει, ντύνοντας το φθαρτό τούτο σώμα μας με αφθαρσία και εγείροντας από τον Άδη τον παραπεσόντα άνθρωπο;
Και να λοιπόν Κύριε, τα κύματα της αγάπης Σου πλημμύρισαν το νου μου και μ’ αναγκάζουν να σιωπήσω, γιατί δεν μου ’μεινε πλέον σκέψη ικανή για να Σ’ ευχαριστήσω.

Αββάς Ισαάκ ο Σύρος