Η αγιότητα στα μάτια του...



Ήταν κάπου στις αρχές του ’90 που έμπαινα στο Όρος για πρώτη φορά. Μαζί με έναν καλό, παλιό φίλο, που έχοντας ξαναπάει έφτιαχνε και το «πρόγραμμα» των διαδρομών μας. Από τους πρώτους σταθμούς ο γέροντας Παΐσιος, μια και το κελάκι του, η Παναγούδα, ήταν κοντά στις Καρυές.

Το μονοπάτι περνούσε πλάι στα συρματοπλέγματα του κελιού για λίγο, μέχρι να φτάσεις στην πόρτα της αυλής, από παλιό συρματόπλεγμα κι αυτή. Αν θυμάμαι καλά υπήρχε ένα σημείωμα στην πόρτα, που έλεγε ότι ο γέροντας θα επιστρέψει αργότερα. Απ’ έξω βρισκόντουσαν ήδη πέντε έξι άνθρωποι που περιμένανε στη σκιά. Καθίσαμε και εμείς μαζί τους.

Ο φίλος μου τον είχε ξανασυναντήσει τον γέροντα. Εγώ είχα μόνο ακούσει γι αυτόν και καθώς κατέβηκα λίγο πιο κάτω από το μονοπάτι, σε ένα σημείο που μπορούσα να βλέπω το δρομάκι και όποιον ερχότανε, άρχισα να σκέφτομαι πως μπορεί να μοιάζει ο γέροντας. Πως δείχνει ένας άγιος του Θεού άραγε; Αναγνωρίζεις την αγιότητα μόνο που θα τον δεις;


Σε λιγάκι φανήκανε να έρχονται δυο φιγούρες και τους παρατηρούσα καθώς πλησιάζανε. Και οι δυο τους ρασοφόροι, ο ένας εύσωμος με βαθύ μπλε ράσο - σίγουρα ιερέας απ’ έξω από το Όρος σκέφτηκα, γιατί δεν έμοιαζε Αγιορείτης. Όχι μόνο που τα είχε τα κιλά του, αλλά και επειδή είχε φρεσκοσιδερωμένο, καινούργιο ράσο και κάτι το αγέρωχο στο βήμα του, κάποιον αέρα. Ο άλλος… Ο άλλος ένα τίποτα, δεν τον έπιανε το μάτι σου: ένα μικρόσωμο, κοντό κι αδύνατο ανθρωπάκι, χαμένος στα μαύρα. Απογοητεύτηκα… Αργεί ακόμα ο γέροντας.

Καθώς με προσπερνούσαν από το μονοπάτι, λίγα μέτρα πιο πέρα από μένα, και ακόμα συλλογιζόμουνα πως δεν μπορεί αυτός ο ανθρωπάκος να είναι ο περίφημος γέροντας, εκείνος γυρνά το κεφάλι και μου ρίχνει μια ματιά. Ω! Πόσο μεγάλα μου φάνηκαν αυτά τα μάτια! Δεν υπήρχε πια η αμφιβολία για το ποιος είναι ο Παΐσιος! Δέκατα του δευτερολέπτου ίσως, με σκέπασε ένα ζεστό, τρυφερό θα έλεγα βλέμμα, γεμάτο απλότητα και αγαθοσύνη. Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο βλέμμα ποτέ μου.


Ανεβαίνοντας προς την πόρτα της αυλής που είχε ανοίξει πια και όλοι μπαίνανε μέσα, τα έβαζα με τον εαυτό μου: μα τι περίμενες Θόδωρε να δεις, ανάστημα ή μεγαλείο; Δεν ήξερα, δεν το είχα σκεφτεί ακριβώς, αλλά αισθανόμουνα πολύ ζώον που θεώρησα τον γέροντα «ένα τίποτα που δεν το πιάνει το μάτι σου». Μήπως δεν ήξερα ότι σ' αυτό το ταπεινό «τίποτα» είναι που αναπαύεται ο Θεός;

Ας έχουμε την ευχή του, που τόσο την χρειαζόμαστε σε αυτή τη χώρα, μέρες που ‘ναι.

Θόδωρος Κ.