ΚΑΛΟ ΚΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΕΤΟΣ!







Κα­θώς το ό­μορ­φο Ελ­λη­νι­κό κα­λο­καί­ρι μάς α­πο­χαι­ρε­τά σι­γά σι­γά, πολ­λοί α­πό ε­μάς βρι­σκό­μα­στε σε στε­νο­χώ­ρια α­πό δι­ά­φο­ρες αι­τί­ες. Οι­κο­νο­μι­κά ζη­τή­μα­τα, προ­βλή­μα­τα υ­γεί­ας, οι­κο­γε­νεια­κές δυ­σκο­λί­ες, προ­σω­πι­κά α­δι­έ­ξο­δα, τα­λα­νί­ζουν τις ζω­ές μας, ε­νώ συ­νά­μα το μέλ­λον μοιά­ζει α­βέ­βαι­ο. Ταυ­τό­χρο­να, πό­λε­μοι κι "α­κο­ές πο­λέ­μων", δι­ωγ­μοί Χρι­στια­νών, σφα­γές α­μά­χων κι α­δι­κί­α κα­τα­κλύ­ζουν και πά­λι την οι­κου­μέ­νη.


          Ό­μως, ό­σοι ζού­με "ε­π’ ελ­πί­δι Α­να­στά­σε­ως" και πα­σχί­ζου­με να πο­ρευ­ό­μα­στε Ορ­θό­δο­ξα, δεν λη­σμο­νού­με ό­τι το κέν­τρο της πί­στης μας εί­ναι η δο­ξο­λο­γί­α, δη­λα­δή η έμ­πρα­κτη κα­θη­με­ρι­νή ά­σκη­ση κι η ευ­χα­ρι­στί­α στον Θε­ό. Αυ­τό δι­α­φαί­νε­ται στην ζω­ή και στα λό­για των Α­γί­ων, σε ό­λες τις α­κο­λου­θί­ες της Εκ­κλη­σί­ας μας, ε­ξαι­ρέ­τως δε στην Θεί­α Ευ­χα­ρι­στί­α, στο μυ­στή­ριο των μυ­στη­ρί­ων.  
      

           Ό­σοι, λοι­πόν, θρη­σκεύ­ου­με “ε­πό­με­νοι τοις Α­γί­οις Πα­τρά­σι”, θυ­μό­μα­στε ό­τι δυ­ό χι­λιά­δες χρό­νια τώ­ρα οι Χρι­στια­νοί ζούν δο­ξο­λο­γι­κά, εί­τε συμ­βαί­νουν δι­ωγ­μοί, εί­τε υ­πάρ­χει φτώ­χεια, εί­τε πό­λε­μος, εί­τε αρ­ρώ­στια. Με αυ­τόν τον τρό­πο ζω­ής οι πρό­γο­νοί μας που ζού­σαν μέ­σα στην ζων­τα­νή Ευ­αγ­γε­λι­κή πα­ρά­δο­ση, αν­τι­με­τώ­πι­σαν ό­λες τις δυ­σκο­λί­ες, τους δι­ωγ­μούς, την σκλα­βιά, τις ε­θνι­κές κα­τα­στρο­φές. Με έ­να «Δό­ξα τω Θε­ώ», στο στό­μα, οι Πα­τέ­ρες, οι γι­α­γιά­δες κι οι παπ­πού­δες μας ζού­σαν την ζων­τα­νή πί­στη τους και ε­πι­βί­ω­ναν με το χα­μό­γε­λο στα χεί­λη.


          Α­κο­λου­θών­τας τους κι ε­μείς κι αν­τλών­τας α­πό το πα­ρά­δειγ­μά τους σε και­ρούς δύ­σκο­λους, ξε­κι­νά­με και αυ­τό το Εκ­κλη­σι­α­στι­κό έ­τος ευ­χα­ρι­στών­τας α­κα­τά­παυ­στα τον Θε­ό «πάν­των έ­νε­κεν» και ελ­πί­ζου­με πως με την χά­ρη του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος, θα πο­ρευ­τού­με και φέ­τος «πάν­το­τε χαι­ρό­με­νοι, α­δι­ά­λει­πτα προ­σευ­χό­με­νοι», ζών­τας σταυ­ρο­α­να­στά­σι­μα την πί­στη μας στον Χρι­στό και την α­γά­πη μας στον συν­άν­θρω­πο.



Κα­λή κι ευ­λο­γη­μέ­νη χρο­νιά!

π. Χρ.