ΕΝΑΣ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ ΔΙΑΚΟΝΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΑΣ...


 
Στον Ι­ε­ρό Να­ό Μας  σή­με­ρα, Κυ­ρια­κή των Βα­ϊ­ων, ο Αρ­χι­ε­πί­σκο­πος Α­θη­νών και πά­σης Ελ­λά­δος κ. Ι­ε­ρώ­νυ­μος, χει­ρο­τό­νη­σε στον πρώ­το βαθ­μό της ι­ε­ρω­σύ­νης, τον α­δελ­φό μας π. Ζή­ση Κτε­νί­δη.


Ο νέ­ος δι­ά­κο­νός μας εκ­φώ­νη­σε το­ν πα­ρα­κά­τω χει­ρο­το­νη­τή­ριο λό­γο:



Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε,


Σας ευ­χα­ρι­στώ εκ βά­θους ψυ­χής για την με­γά­λη τι­μή που μου κά­νε­τε σή­με­ρα, τε­λών­τας το Με­γά­λο Μυ­στή­ριο της Χει­ρο­το­νί­ας μου εις Δι­ά­κο­νον.


Αι­σθά­νο­μαι την α­νάγ­κη σε αυ­τήν την τό­σο πο­λύ ση­μαν­τι­κή στιγ­μή της ζω­ής μου, να μοι­ρα­στώ μα­ζί σας, τον τρό­πο με τον ο­ποί­ο η πρό­νοι­α του Θε­ού ε­νήρ­γη­σε στην ζω­ή μου.


Α­να­τρά­φη­κα σε έ­να σπί­τι ό­που η α­γά­πη για το βι­βλί­ο, την τέ­χνη, την φι­λο­σο­φί­α και τον πο­λι­τι­σμό μού δό­θη­κε α­πλό­χε­ρα και που μα­ζί με αρ­χές και η­θι­κές α­ξί­ες, α­πο­τε­λούν την κλη­ρο­νο­μιά που μου έ­δω­σαν οι γο­νείς μου. 


Σπού­δα­σα οι­κο­νο­μι­κές ε­πι­στή­μες σε προ­πτυ­χια­κὀ και με­τα­πτυ­χια­κό ε­πί­πε­δο, πι­στεύ­ον­τας ό­τι θα α­κο­λου­θή­σω τον πα­τέ­ρα μου σε αυ­τόν τον ε­παγ­γελ­μα­τι­κό το­μέ­α. Ό­μως, ταυ­τό­χρο­να, μια βα­θειά α­να­ζή­τη­ση για τα καί­ρια και ση­μαν­τι­κά της ζω­ής ε­ξε­λισ­σό­ταν μέ­σα μου.


Με­γα­λώ­νον­τας, άρ­χι­σα να έρ­χο­μαι αν­τι­μέ­τω­πος με την σκλη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του κό­σμου τού­του της φθο­ράς: την α­πο­τυ­χί­α στις σχέ­σεις, την έλ­λει­ψη νο­ή­μα­τος ζω­ής, την μο­να­ξιά, την αρ­ρώ­στια, τον θά­να­το.


Στα πολ­λά ε­ρω­τή­μα­τα που δεν έ­βρι­σκαν α­πάν­τη­ση μέ­σα μου, άρ­χι­σε να καρ­πο­φο­ρεί ο σπό­ρος που εί­χαν σπεί­ρει ο παπ­πούς και οι γι­α­γιά­δες μου, οι ο­ποί­οι ό­ταν ή­μουν μι­κρός, με πή­ραν α­πό το χέ­ρι και με ο­δή­γη­σαν στην εκ­κλη­σί­α, ό­που κα­τέ­φευ­γαν στις δύ­σκο­λες και στις χα­ρού­με­νες στιγ­μές τους.


Έ­τσι, α­να­ζη­τών­τας αυ­τήν την προ­σω­πι­κή σχέ­ση με τον Χρι­στό, ύ­στε­ρα α­πό μια σύν­το­μη πε­ρι­πλά­νη­ση, τα βή­μα­τά μου με ο­δή­γη­σαν σε αυ­τή την ε­νο­ρί­α, η ο­ποί­α μου δί­νει πνο­ή ζω­ής τα τε­λευ­ταί­α δέ­κα χρό­νια.