Πραγματικότητες καί διαπιστώσεις ποιμαντικῆς ἀκροβασίας...


π. Κων. Ν. Καλ­λια­νός


 Γιά νά γρά­ψου­με ἤ ἔ­στω γιά νά κα­τα­θέ­σου­με στό χαρ­τί τό λο­γι­σμό, τόν προ­βλη­μα­τι­σμό καί τίς προ­τά­σεις μας, ὁ­πωσ­δή­πο­τε χρει­ά­ζον­ται καί τά ἀ­νά­λο­γα ἐ­ρε­θί­σμα­τα, τά ὁ­ποῖ­α συμ­βάλ­λουν στήν ἀ­να­ζή­τη­ση, ὕ­στε­ρ' ἀ­πό σω­στή καί ἔγ­κο­πο ἐ­πε­ξερ­γα­σί­α, ἰ­κα­νῶν συμ­πε­ρα­σμά­των.

Ἀ­πό κά­ποι­α με­λέ­τη πού πού συ­νέ­δρα­με τόν συλ­λο­γι­μό μου, δα­νεί­ζο­μαι τά πα­ρα­κά­τω, τά ὁ­ποῖ­α στή συ­νέ­χεια θά σχο­λιά­σω μέ τό δι­κό μου τρό­πο καί, φυ­σι­κά, μέ βά­ση τήν ποι­μαν­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α τῶν εἰ­κο­σι­ε­φτά μου  χρό­νων: ἔ­στω κι ἄν αὐ­τά τά χρό­νια τά θή­τευ­σα στήν ἐ­παρ­χί­α…τῆς ἐ­παρ­χί­ας[1].

Ἄν δέν θέ­λου­με νά αὐ­τα­πα­τώ­με­θα, θά πρέ­πει μᾶλ­λον νά τεί­νου­με πρός τήν πα­ρα­δο­χή ὅ­τι στήν Ἑλ­λά­δα ὑ­πάρ­χουν δύ­ο θρη­σκεῖ­ες: Ὁ Ὀρ­θό­δο­ξος Χρι­στι­α­νι­σμός (ὁ ὁ­ποῖ­ος κοι­νω­νι­κά μει­ο­ψη­φεῖ) καί κά­τι ἄλ­λο πού ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὅ­τι εἶ­ναι Ὀρ­θό­δο­ξος Χρι­στι­α­νι­σμός ἀλ­λά ἀ­πο­τε­λεῖ συ­νο­θύ­λευ­μα ἀν­τι­χρι­στι­α­νι­κῶν πλα­τω­νι­κῶν δι­δα­σκα­λι­ῶν, πα­γα­νι­στι­κῶν ἀν­τι­λή­ψε­ων, φολ­κλο­ρι­κῶν στοι­χεί­ων, ἀ­το­μι­κοῦ εὐ­σε­βι­σμοῦ κ.λ.π. Αὐ­τό συ­νι­στᾶ τήν κοι­νω­νι­κά κυ­ρί­αρ­χη θρη­σκεί­α."[2]

Φο­βᾶ­μαι, πώς ἡ δι­α­πί­στω­ση αὐ­τή ἀ­πό κά­ποι­ους ἔ­χει ὁ­πωσ­δή­πο­τε πα­ρε­ξη­γη­θεῖ. Κι ἀ­να­φέ­ρο­μαι στούς αἰ­θε­ρο­βά­μο­νες ἐ­κεί­νους, πού στέ­κον­ται στό γε­γο­νός τῆς εἰ­σέ­τι εὐ­λά­βειας τοῦ νε­ο­έλ­λη­να, κα­θώς μέ στα­τι­στι­κές καί μέ ἔ­ρευ­νες προ­σπα­θοῦν νά τή συμ­πε­ρά­νουν ἤ ἔ­στω νά τήν πα­ρα­δε­χτοῦν. Ὡ­στό­σο τά πράγ­μα­τα δι­α­φο­ρε­τι­κά δεί­χνουν, ἐ­νῶ ἐ­μεῖς, ὡς ἄ­με­σοι γνῶ­στες τοῦ ζη­τή­μα­τος-ὅ­σοι δη­λα­δή δέν ἐ­πι­θυ­μοῦ­με νά κλεί­νου­με τά μά­τια μας ἤ νά ὀ­νει­ρευ­ό­μα­στε-προ­σπα­θοῦ­με νά βά­λου­με μιά τά­ξη μέ­σα μας καί, φυ­σι­κά, νά βλέ­που­με τά  πράγ­μα­τα ὥς ἔ­χουν καί λει­τουρ­γοῦν, γιά νά ξέ­ρου­με πώς θά πλεύ­σου­με. Θά πῶ ἀ­μέ­σως τί ὑ­πον­νο­ῶ.

Ἐ­μεῖς οἱ ἱ­ε­ρεῖς τῶν χω­ρί­ων-κα­τά τόν Πα­πα­δι­α­μάν­τη- μπο­ρεῖ νά ζή­σα­με καί νά συ­ναν­τη­θή­κα­με μέ στιγ­μές καί Μορ­φές ὡ­σάν κι αὐ­τές πού δι­α­βά­ζου­με στά Σκι­α­θί­τι­κα κυ­ρί­ω­ς  δι­η­γή­μα­τά του,  ὅ­μως αὐ­τά, ὕ­στε­ρα ἀ­πό τή λε­γό­με­νη "του­ρι­στι­κή ἀ­ξι­ο­ποί­η­ση καί ἀ­νά­πτυ­ξη", ἀ­πο­τρα­βή­χτη­καν στήν ἀν­τί­πε­ρα ὄ­χθη κι ἀ­πό­μει­ναν γιά τόν σύγ­χρο­νο ἐ­παρ­χι­ώ­τη μου­σεια­κά ἀν­τι­κεί­με­να, τά ὁ­ποῖ­α σερ­βί­ρον­ται μέ τό ἀ­νά­λο­γο κό­στος στόν ἀ­στό πού ἐ­πι­δι­ώ­κει νά εἶ­ναι κι αὐ­τός "in", στήν ὅ­λη φολ­κλο­ρι­κή ἀ­τμό­σφαι­ρα, τήν ὁ­ποί­α τοῦ δι­α­φη­μί­ζουν, ὅ­πως δι­α­φη­μί­ζουν κι ἐ­κτι­μοῦν τήν Ὀρ­θό­δο­ξη εἰ­κό­να, χω­ρίς ὡ­στό­σο, νά ὑ­πει­σέρ­χον­ται στό πε­ρι­ε­χό­με­νό της καί νά σέ­βον­ται ή νά κα­τα­νο­οῦν τό πε­ρι­βάλ­λον πού  τήν ἐ­δη­μι­ούρ­γη­σε [3].

 Θά μι­λή­σω χω­ρίς ἄλ­λες θε­ω­ρη­τι­κές ἀ­να­λύ­σεις, ἀλ­λά βα­σι­ζό­με­νος στήν ἐμ­πει­ρί­α μου.  Αὐ­τό /αλ­λω­στε νο­μί­ζω ὅ­τι ἀ­παι­τεῖ κι ὁ ἀ­να­γνώ­στης μου.

Συ­νή­θως ὁ πι­στός τῶν δι­κῶν μας μι­κρῶν ἐ­νο­ρι­ῶν ἄρ­χι­σε τε­λευ­ταῖ­α νά πα­τά­ει μέ τό ἕ­να του πό­δι στήν Ὀρ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­ση καί μέ τό ἄλ­λο στά σύγ­χρο­να ρεύ­μα­τα πού τόν βομ­βαρ­δί­ζουν ἀ­πό κά­θε με­ριά καί μέ κά­θε μέ­σον. Ἔ­τσι, ἀ­ρέ­σκε­ται λ.χ. στό νά τι­μᾶ τόν ἅ­γιο τοῦ ἐ­ξωκ­κλη­σιοῦ πού ἐ­πι­τρο­πεύ­ει, ἀλ­λά τό τρα­πέ­ζι δέν θά τό στρώ­σει ἀ­πο­λεί­τουρ­γα, ὅ­πως γι­νό­ταν πα­λι­ό­τε­ρα, μά με­τά τήν ἀ­πό­λυ­ση τῆς λε­γό­με­νης "ἀ­γρυ­πνιᾶς", τοῦ πα­νη­γυ­ρι­κοῦ δηλ. Ἑ­σπε­ρι­νοῦ. Ἐ­πί­σης, δέν τό θε­ω­ρεῖ κα­κό ἄν εἶ­ναι Τε­τάρ­τη ἤ Πα­ρα­σκευ­ή, στό νά κρα­τή­σει ἔ­στω τά προ­σχή­μα­τα καί νά μήν κα­τα­λύ­σει τή νη­στεί­α, ἀλ­λά πο­ρεύ­ε­ται μέ γνώ­μο­να τήν εὐ­χα­ρί­στη­ση τῶν "συ­νε­ορ­τα­στῶν".

Ἐ­πί­σης ἕ­να ἄλ­λο φαι­νό­με­νο ἀρ­κε­τά κρί­σι­μο καί κο­ρυ­φαῖ­ο εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­χή τῶν πι­στῶν ἀ­πό τήν Θεί­α Με­τά­λη­ψη, τό­σο κα­τά τίς ἡ­μέ­ρες αὐ­τές, τῶν πα­νη­γυ­ρι­ῶν δη­λα­δή, ὅ­σο καί κα­τά τίς γι­ορ­τές καί τίς Κυ­ρια­κές. Καί σ'­αὐ­τό τό ση­μεῖ­ο θέ­λω νά ὑ­πο­γραμ­μί­σω καί νά πῶ, ὅ­τι με­γά­λη εἶ­ναι ἡ "συ­νει­σφο­ρά"καί κά­ποι­ων κλη­ρι­κῶν, πού ὑ­πο­χρέ­ω­ναν τούς ἀν­θρώ­πους σέ πο­λύ με­γά­λες καί ἐ­ξαν­τλη­τι­κές νη­στεῖ­ες, ὅ­πως ἐ­πί­σης καί κά­ποι­ων λα­ϊ­κῶν, εὐ­σε­βι­στι­κῶν ἤ ἀ­κραί­ων ἀ­πο­χρώ­σε­ων, πού τό­νι­ζαν μέ ἔμ­φα­ση τήν ἀ­πο­χή ἀ­πό τή συ­χνή Θεί­α Κοι­νω­νί­α, "για­τί ἡ Κοι­νω­νιά δέν εἶ­ναι σοῦ­πα" (με­τα­φέ­ρω ἐ­δῶ αὐ­τού­σια τήν λα­ϊ­κή ἔκ­φρα­ση, τήν ὁ­ποί­α ἐ­φεῦ­ρε ὁ φα­ρι­σα­ϊ­κός ἐγ­κέ­φα­λος κά­ποι­ων αὐ­τό­κλη­των πνευ­μα­τι­κῶν καί "σω­τή­ρων")!

Ὡ­στό­σο, ἐ­κεῖ πού δι­α­πι­στώ­νε­ται ἡ βα­θειά ρωγ­μή με­τα­ξύ Ὀρ­θο­δο­ξί­ας καί "Ὀρ­θο­δο­ξί­ας" εἶ­ναι τίς λε­γό­με­νες κα­λές ἡ­μέ­ρες, τοῦ Ἱ. Δω­δε­κα­η­μέ­ρου δη­λα­δή καί τοῦ Πά­σχα, ὅ­που μπερ­δεύ­ον­ται μι­κροί καί με­γά­λοι μέ τή νέ­α δι­άρ­θρω­ση τῶν πραγ­μα­των, κα­θώς ὁ ἅ­γιος Βα­σί­λει­ος δέν ἔρ­χε­ται ἀ­πό τήν Και­σα­ρί­α, ἀλ­λ' ἀ­πό τή Λα­πω­νί­α ἤ ἔ­στω ἀ­πό τήν Ἀ­με­ρι­κή[4] καί γε­νι­κό­τε­ρα ἀ­πό τή Δύ­ση. Μά­λι­στα, ἡ ἄ­φι­ξη τοῦ ἁ­γί­ου δέ γί­νε­ται τήν Πρω­το­χρο­νιά [5], ἀλ­λά τά Χρι­στού­γεν­να. Κι αὐ­τό δυ­στυ­χῶς, τεί­νει πιά νά πα­γι­ω­θεῖ, κα­θώς ἡ ἀ­γο­ρά εὐ­νο­εῖ τήν εἰ­σβο­λή αὐ­τοῦ τοῦ ξέ­νου κα­τά πάν­τα κι ἄ­σχε­του μέ τήν πα­ρά­δο­σή μας "ἔ­θί­μου".

Ἀ­πό τή ἄλ­λη τίς ἡ­μέ­ρες τῶν λε­γο­μέ­νων δι­α­κο­πῶν τοῦ Πά­σχα, δη­λα­δή ἀ­πό τή Μ. Πα­ρα­σκευ­ή καί μέ­χρι τή Δευ­τέ­ρα τῆς Λαμ­πρῆς, πα­ρα­τη­ρεῖ­ται μιά ἐκ­δρο­μι­κή κί­νη­ση, ἡ ὁ­ποί­α θυ­μί­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο κο­σμι­κή ἔ­ξο­δο, πα­ρά θρη­σκευ­τι­κή ἀ­να­ζή­τη­ση γιά πλέ­ον βι­ω­μα­τι­κή με­το­χή στό κο­ρυ­φαῖ­ο γε­γο­νός τῆς Ἀ­πο­κα­θη­λώ­σως καί τῆς Τα­φῆς τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἄν δοῦ­με δέ καί τήν Ἀ­νά­στα­ση, αὐ­τή ἔ­χει πιά κα­ταν­τή­σει κο­σμι­κή συγ­κέν­τρω­ση, χω­ρίς καμ­μιάν εὐ­αι­σθη­σί­α, ἀ­πό τούς πε­ρισ­σό­τε­ρους, σε­βα­σμοῦ τοῦ Μυ­στη­ρί­ου τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως. Φυ­σι­κά, δέν γί­νε­ται ἐ­δῶ λό­γος γιά τήν πα­ράλ­λο­γη χρή­ση ἐ­κρη­κτι­κῶν κι ἄλ­λων τοι­ού­των μέ­σων ἀ­πό τῆν ἀρ­χή τῆς ἀ­κο­λου­θί­ας τῆς Παν­νυ­χί­δος, πού δέν ἐ­πι­τρέ­πουν στούς ἐ­λά­χι­στους πι­στούς νά γευ­τοῦν χαρ­μο­σύ­νως καί εὐ­λα­βῶς τόν "κα­λό τό λό­γο", ὅ­πως συ­νη­θί­ζε­ται νά λέ­γε­ται στήν Ἐ­παρ­χί­α τό "Χρι­στός Ἀ­νέ­στη" [6].

Τέ­λος, αὐ­τό πού τά τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται νά υἱ­ο­θε­τη­θεῖ ἀ­πό τόν σύγ­χρο­νο νε­ο­έλ­λη­να εἶ­ναι ἡ ἀ­που­σί­α τοῦ σε­βα­σμοῦ του σέ αὐ­τό πού ὀ­νο­μά­ζου­με Πά­σχα τοῦ Κα­λο­και­ριοῦ, τόν Δε­κα­πεν­ταύ­γου­στο δη­λα­δή.

Πα­λι­ό­τε­ρα θυ­μᾶ­μαι στά δι­κά μας τά μέ­ρη οἱ μέ­ρες αὐ­τές ἦ­ταν ση­μα­δε­μέ­νες ἀ­πό τήν κα­τά­νυ­ξη τῶν ἀ­πό­βρα­δων Πα­ρα­κλη­τι­κῶν Κα­νό­νων, τή Γι­ορ­τή τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως, τή νη­στεί­α, πού τήν σέ­βον­ταν καί τι­μοῦ­σαν ἰ­δι­αί­τε­ρα,[7] μέ κο­ρύ­φω­ση τήν γι­ορ­τή τῆς Πα­να­γί­ας, τό­σο στόν Ἑ­σπε­ρι­νό, ὅ­σο καί στόν Ὄρ­θρο καί τή Θ. Λει­τουρ­γί­α, στήν ὁ­ποί­α ἡ προ­σέ­λευ­ση τῶν πι­στῶν στή Θεί­α Με­τά­λη­ψη ἦ­ταν ἀ­ριθ­μη­τι­κά πο­λύ ση­μαν­τι­κή.

Σή­με­ρα τό μάρ­κε­τινγκ τῆς σύχ­γρο­νης ἀν­τί­λη­ψης ἀ­πό­κα­θη­λώ­νει σι­γά-σι­γά ὅ, τι ἀ­πο­τε­λοῦ­σε κα­πο­τε θε­μέ­λιο ζω­ῆς, καί τὀ ἀν­τι­κα­θι­στᾶ ἤ­δη μέ μιά νέ­α τυ­πο­λο­γί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­ξα­φα­νί­ζει τό ἱ­ε­ρό ἀ­πό τόν ὄν­τως εὐ­λο­γη­μέ­νο μῆ­να Αὔ­γου­στο καί τό ἀν­τι­κα­θι­στᾶ μέ τό ἀ­νυ­πό­στα­το "ἐ­ρω­τι­κό": "ὁ ἐ­ρω­τι­κός μῆ­νας Αὔ­γου­στος", ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται καί δι­α­τεί­νουν ὅ­λα τά κο­σμι­κά πε­ρι­ο­δι­κά καί τά Μ.Μ.Ε, ἐ­πει­δή τίς μέ­ρες αὐ­τές ὁ νε­ο­έλ­λη­νας ἀ­δειά­ζει, δη­λα­δή πα­ραι­τεῖ­ται τῶν ἔρ­γων αὐ­τοῦ. Ἑ­πο­μέ­νως ὅ,τι σχε­τί­ζε­ται μέ τήν πί­στη καί τήν πα­ρά­δο­σή του ἄς κα­τα­λυ­θεῖ ἐξ ὀ­νό­μα­τος τῆς "ἀ­δεί­ας"-δι­α­θε­ρι­σμό τήν ἔ­λε­γαν οἱ πα­λαι­ό­τε­ροι. Γι᾿ αὐ­τό καί τά νη­σιά κα­τα­λύ­ουν ὅ, τι τό εὐ­λο­γη­μέ­νο καί δυ­να­μι­κά σχε­τι­ζό­με­νο μέ τή νη­στεί­α τοῦ Δε­κα­πεν­ταυ­γού­στου, τήν προ­σέ­λευ­ση στή Θεί­α Κοι­νω­νί­α, στίς Πα­ρα­κλή­σεις καί γε­νι­κά στήν εὐ­λο­γη­μέ­νη ἐ­κεί­νη συ­νή­θεια τῶν πα­λαι­ῶν, νά σέ­βον­ται καί νά τι­μοῦν τίς μέ­ρες αύ­τές. Φυ­σι­κά ἐ­πι­νο­ή­θη­καν ἄλ­λου εἴ­δους τε­λε­τές, ὅ­πως ὀ Ἐ­πι­τά­φιος τῆς Πα­να­γί­ας, ὅ­που ναί μέν προ­σέρ­χον­ται πολ­λοί, ὅ­μως αὐ­τή ἡ τε­λε­τή γιά νη­σιά ὅ­πως εἶ­ναι τό δι­κό μας, μέ αὐ­στη­ρό πα­ρα­δο­σια­κό-κολ­λυ­βα­δι­κό πνεῦ­μα εἶ­ναι μιά ἀ­νορ­θο­γρα­φί­α, ἀ­ταί­ρια­στη παν­τε­λῶς μέ τήν ἀρ­χαί­α τυ­πι­κή δι­ά­τα­ξη τοῦ Πα­νη­γυ­ρι­κοῦ ἑ­σπε­ρι­νοῦ, πού οἱ ρί­ζες του ἀ­να­τα­μώ­νουν τέ­λεια μέ τίς αἰ­ώ­νι­ες ρί­ζες τῆς Ἁ­γι­ο­ρει­τι­κῆς λει­τουρ­γι­κῆς πα­ρά­δο­σης καί ζω­ῆς.[8]

Σέ ὅλ᾿ αὐ­τά ἔρ­χον­ται νά προ­στε­θοῦν κά­ι τά λέ­γό­με­να "λα­ϊ­κά δρώ­με­να"τίς ἡ­μέ­ρες τοῦ Τρι­ω­δί­ου. Ἰ­δι­ά­ι­τε­ρα τήν Κυ­ρια­κή τῆς Τυ­ρι­νῆς μέ τά δι­ά­φο­ρα "κο­σμι­κά" πα­νη­γύ­ρια, ση­μαν­τι­κές ἀ­κο­λου­θί­ες, ὅ­πως τοῦ Κα­τα­νυ­κτι­κοῦ Ἑ­σπε­ρι­νοῦ τῆς συγ­γνώ­μης ἀ­πο­τε­λοῦν, παρ᾿ ὅ­λες τίς πα­ρε­ναί­σεις καί τίς πα­ρα­κλή­σεις μας, δευ­τε­ρευ­οὐ­σης ση­μα­σί­ας γε­γο­νό­τα, ἀ­φοῦ προ­έ­χει ἡ πομ­πή τῶν με­ταμ­φι­ε­σμέ­νων, οἱ ὁ­ποι­οι, μά­λι­στα, περ­νών­τας ἀ­πό τά προ­αύ­λια κἀ­ο­ποι­ων ἐ­νο­ρια­κῶν να­ῶν ἀ­νε­ρυ­θριά­στως βω­μο­λο­χοῦν, για­τί τό "κα­λεῖ ἡ μέ­ρα"! ! Κι ὅλ᾿ αὐ­τά γιά χά­ρη τῆς Πα­ρά­δο­σης! Ἀ­λή­θεια, ποι­άς;


Σκό­πε­λος

Ση­μει­ώ­σεις

1 Ἀ­πό πολ­λούς ἡ ἐ­παρ­χί­α θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­κό­μα, ὡ­ς ­   ὁ κα­τε­ξο­χήν (ἰ­δε­α­τός) χῶ­ρος
στόν ὁ­ποῖ­ο καί  ἐγ­κα­τοι­κεῖ ἡ πεμ­πτου­σί­α τοῦ Ὀρ­θό­δο­ξου πλη­ρώ­μα­τος. Μό­νο πού τά πράγ­μα­τα δι­α­φο­ρο­ποι­οῦν­ται ὁ­σο περ­νά­ει ὁ και­ρός, για­τί μέ τήν εἰ­σβο­λή τῆς εἰ­κό­νας μέ­σω τῆς τη­λε­ό­ρα­σης νο­θεύ­τη­κε ἡ ἀ­μι­γής πα­ρα­δο­σια­κή κοι­νω­νί­α καί ζω­ή τῆς γνή­σια­ς  ἐ­παρ­χί­ας, τήν ὁ­ποί­α συν­θέ­τουν χω­ριά μέ αὐ­στη­ρή καί κλει­στή συμ­βί­ω­ση μέ βά­ση πάν­τα καί κέν­τρο της τήν Ὀρ­θό­δο­ξη ἐ­νο­ρια­κή ζω­ή καί δρα­στη­ρι­ό­τη­τα. Ὁ ἐν­δι­α­φε­ρό­με­νος γιά μιάν πιό ἀ­να­λυ­τι­κή καί μέ σο­βα­ρό­τη­τα γραμμ­μέ­νη με­λε­τη γύ­ρω ἀ­πό τή σέ­ση τῆς Ἐ­παρ­χί­ας μέ τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἄς δεῖ τή με­λέ­τη τοῦ π. Σταύ­ρου Κο­φι­νᾶ, Ἐκ­κλη­σί­α καί Ἐ­παρ­χί­α, ΣΥΝΑΞΗ, τ.42 , Ἀ­πρ.- Ἰ­ουν.1992, σελ. 15-25
2 Θα­να­σης Ν. Πα­πα­θα­να­σί­ου, Ἀ­νε­στι­ό­τη­τα καί πα­ρα­πεμ­πτι­κό­τη­τα. Κρι­τι­κές προ­σεγ­γί­σεις στά Θε­ο­λό­γι­κά Δρώ­με­να, Ἁρ­μός Ἀ­θή­να 1998, σελ.54
3 Γιά νά μή λέ­ω πράγ­μα­τα δι­κά μου πα­ρα­πέμ­πω τόν ἀ­να­γνώ­στη μου στά ὅ­σα ἔ­γρα­ψε πρίν ἀ­πό ἕ­να πε­ρί­που αἰ­ῶ­να ὁ Πα­πα­δι­α­μάν­της σχε­τι­κά μέ τό θέ­μα τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης εἰ­κό­νας καί τή δη­μι­ουρ­γί­α Μου­σεί­ου.
4 Bλ. Κων. Ζορ­μπᾶς, Ἐ­ξω­τι­κά Χρι­στού­γεν­να-ἐ­ξω­τι­κοί βα­σί­λη­δες, περ. ΨΗΦΙΔΕΣ, ΔΕΚ.1999, τευχ. 36, ἔ­τρος 5ο, Βό­λος. Ἱ. Μ. Δη­μη­τριά­δος.
"Ὁ ἅ­γιος Βα­σί­λει­ος μέ τό κόκ­κι­νο κα­πέ­λο του (ἐμ­φα­νί­στη­κε πε­ρί­που τό 1900), τήν κόκ­κι­νη φο­ρε­σιά του καί τήν μαύ­ρη ζώ­νη του (σχε­δια­στής της ἦ­ταν ὀ ἀ­με­ρι­κα­νός Τό­μας Νά­στ τό 1863) κα­τά­φε­ρε νά μπεῖ μστή ζω­ἠ μας ἐγ­και­νι­ά­ζον­τας μιά δι­α­φή­μη­ση τῆς Κό­κα-Κό­λα...! "
5 Πό­σο /ο­μορ­φα και συγ­κι­νη­τι­κά τά πα­ρου­σιά­ζει «ο ξε­χα­σμέ­νος σή­με­ρα Μω­ρα­ϊ­τί­δης
6 Τε­λευ­ταῖ­α ἄρ­χι­σε νά γί­νε­ται μό­δα κι ἡ ἀ­που­σί­α τοῦ Πα­σχά­λιου χαι­ρε­τι­σμοῦ τῶν πι­στῶν"Χρι­στός Ἀ­νέ­στη-Ἀ­λη­θῶς Ἀ­νέ­στη ἤ Ἀ­λη­θῶς ὁ Κύ­ριος", μέ τό γε­νι­κό  κι ἀ­ό­ρι­στο, "Χρό­νια Πολ­λά.
7 Εἶ­ναι ἄ­ξιο μνή­μης τό γε­γο­νός τῆς τι­μῆς πρός τήν Πα­να­γί­α τῶν ἁ­πλῶν γυ­ναι­κῶν, οἱ ὁ­ποῖ­ες γιά τή Χά­ρη Της ντύ­νον­ταν στά μαῦ­ρα, συμ­με­τέ­χον­τας ἔ­σι κι ἐ­ξω­τε­ρι­κά στό ὅ­λο εὐ­κα­τά­νυ­κτο κλῖ­μα τῶν ἡ­με­ρῶν τοῦ Δε­κα­πεν­ταυ­γού­στου. Σή­με­ρα ἡ συ­νή­θεια αὐ­τή ὅ­σο πά­ει κι ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται.
8 Ἄν ἐ­πι­θυ­μεῖ ὁ ἀ­να­γνώ­στης ἄς κα­τα­φύ­γει στό δι­ή­γη­μα τοῦ Ἀλ. Πα­πα­δι­α­μάν­τη, Ρεμ­βα­σμός τοῦ Δε­κα­πεν­ταύ­γου­στου, ( ΑΠΑΝΤΑ, ἐκδ. ΔΟΜΟΣ, τ. ) ὅ­που θά δεῖ τήν ἀ­κραιφ­νῆ τυ­πι­κή δι­ά­τα­ξη τῆς πα­νη­γυ­ρι­κῆς ἀ­γρυ­πνί­ας, ἁ­γι­ο­ρει­τι­κοῦ τύ­που, χω­ρίς ὑ­περ­βο­λές ἤ και­νο­το­μί­ες.  Πε­ρι­σό­τε­ρα βλ. στοῦ Ἀ­νέ­στη Γ. Κε­σε­λό­που­λου, Ἡ λει­τουρ­γι­κή πα­ρά­δο­ση στόν Ἀ­λέ­ξαν­δρο Πα­πα­δι­α­μάν­τη, Πουρ­να­ρᾶς, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1994, σελ. 19 ἑξ.

πη­γή: Aν­τί­φω­νο, πε­ρι­ο­δι­κό "Σύ­να­ξη" τ. 103, σ. 77.