ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΥΨΗΛΗΣ... ΡΑΠΤΙΚΗΣ !



Δέσποινα Ζαμάνη - Κόλλια, Θεολόγος



Μί­α ἀ­γα­πη­μέ­νη ἀ­σχο­λί­α τῶν λε­γο­μέ­νων (δη­λα­δή αὐ­τα­πα­τω­μέ­νων) ἀν­θρώ­πων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι ἡ κο­πτι­κή ρα­πτι­κή! Ἄν­δρες καί γυ­ναῖ­κες ἐ­πι­δί­δον­ται με­τά μα­νί­ας (συ­νει­δη­τά ἤ ἀ­συ­νεί­δη­τα) στό νά κό­ψουν καί νά ρά­ψουν ἕ­ναν Θε­ό στά μέ­τρα τους. Σέ ἀν­τί­θε­ση μέ τό «τόν νυμ­φῶ­να σου βλέ­πω, Σω­τήρ μου, κε­κο­σμη­μέ­νον, καί ἔν­δυ­μα οὐκ ἔ­χω, ἵ­να εἰ­σέλ­θω ἐν αὐ­τῷ», ὅ­που ὁ­μο­λο­γοῦ­με τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή μας γύ­μνια καί ἐ­κλι­πα­ροῦ­με τή θεί­α χά­ρη νά ντύ­σει τήν ψυ­χή μας, προ­τι­μᾶ­με (τό α´ πλη­θυν­τι­κό πρό­σω­πο γιά λό­γους αὐ­το­γνω­σί­ας) νά φο­ρέ­σου­με τό κου­στού­μι τοῦ ἐ­γω­ι­σμοῦ, τῆς ἄ­γνοι­ας ἤ τῆς ἡ­μι­μά­θειας καί τῆς ἀ­λα­ζο­νεί­ας.

Ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή, τά ἱ­ε­ρά κεί­με­να τῶν Πα­τέ­ρων καί Δι­δα­σκά­λων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ἡ πνευ­μα­τι­κή κα­θο­δή­γη­ση ἀ­πό τόν ἱ­ε­ρέ­α, τά φω­τι­σμέ­να κη­ρύγ­μα­τα ἐκ­μη­δε­νί­ζον­ται ἀ­πό τήν ἀ­το­μι­κή ἑρ­μη­νεί­α τοῦ πε­ρί Θε­οῦ λό­γου, ἡ ὁ­ποί­α οὐ­δε­μί­α σχέ­ση ἔ­χει μέ τήν ὀρ­θό­δο­ξη δι­δα­σκα­λί­α. Ἡ με­λέ­τη τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου γί­νε­ται (ἄν γί­νε­ται) ἀ­πο­σπα­σμα­τι­κά ἐ­νῶ πολ­λά δέν δι­α­βά­ζον­ται κἄν ὡς γνω­στά ἀ­πό τά χρό­νια τοῦ σχο­λεί­ου (!) ἤ γνω­στά ἐξ ἀ­κο­ῆς σέ ἐ­πι­φα­νεια­κές συ­ζη­τή­σεις καί ὄ­χι ἐξ ἰ­δί­οις ὄμ­μα­σι μέ νοῦ κα­θα­ρό, καρ­διά φλε­γό­με­νη καί δέ­ος ἀ­λη­θι­νό γιά τά ἀ­πο­κε­κα­λυμ­μέ­να. Ἡ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας πα­ρά­δο­ση νο­θευ­μέ­νη ἀ­πό πα­γα­νι­στι­κές συ­νή­θει­ες, αἱ­ρε­τι­κές ἀν­τι­λή­ψεις, ἀ­φε­λεῖς ἐ­κλα­ϊ­κεύ­σεις ἔ­χει κα­ταν­τή­σει ἕ­να μπερ­δε­μέ­νο κου­βά­ρι δί­χως νό­η­μα καί σκο­πό.

Ἱ­ε­ρεῖς μέ βα­θιά θε­ο­λο­γι­κή κα­τάρ­τι­ση, συ­νε­χή ἀ­να­ζή­τη­ση καί συ­νέ­πεια στήν τή­ρη­ση τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν πραγ­μά­των ἀν­τι­με­τω­πί­ζον­ται ὡς εἰ­ση­γη­τές νε­ω­τε­ρι­σμῶν στή λα­τρεί­α, ἀ­κρι­βῶς για­τί τό­σο πο­λύ ἔ­χουν ξε­χα­στεῖ τά λό­για καί τά ἔρ­γα τοῦ Κυ­ρί­ου μας, τῶν Ἀ­πο­στό­λων, τῶν Ἁ­γί­ων. Βέ­βαι­α, γιά τή λή­θη αὐ­τή εὐ­θύ­νη ἔ­χει καί με­ρί­δα ἱ­ε­ρέ­ων, οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν γνω­ρί­ζουν (καί δέν θέ­λη­σαν νά μά­θουν) τή ση­μα­σί­α τοῦ πῶς καί τοῦ για­τί τῆς λα­τρευ­τι­κῆς μας ζω­ῆς, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά προ­κα­λοῦν σύγ­χυ­ση στούς πι­στούς. Οἱ τε­λευ­ταῖ­οι ἀ­σφα­λῶς δέν εἶ­ναι ἄ­μοι­ροι εὐ­θυ­νῶν, ἀ­φοῦ βο­λεύ­ον­ται σέ ὅ,τι πιό ἁ­πλό (ἄς εἶ­ναι καί λαν­θα­σμέ­νο) καί ἄ­κο­πο στόν πνευ­μα­τι­κό τους ἀ­γῶ­να. Νοι­ώ­θουν τόν Θε­ό τυ­πι­κό ἐ­πι­σκέ­πτη στή ζω­ή τους ἤ Τόν ὑ­πο­βι­βά­ζουν στά ἀν­θρώ­πι­να μέ­τρα προσ­δί­δον­τάς Του τίς ἀ­δυ­να­μί­ες, τά λά­θη καί τά πά­θη τους

Κα­τά­λη­ξη ὅ­λων αὐ­τῶν εἶ­ναι ἕ­νας Θε­ός με­τα­ποι­η­μέ­νος. Ἕ­νας Θε­ός πού τά μέ­τρα Του αὐ­ξο­μει­ώ­νον­ται˙ εἶ­ναι πα­νύ­ψη­λος ὅ­ταν δυ­στυ­χοῦ­με για­τί τό­τε μό­νο πι­στεύ­ου­με ὅ­τι Αὐ­τός ἔ­χει τή δύ­να­μη νά μᾶς βο­η­θή­σει, ἐ­νῶ γί­νε­ται νά­νος ὅ­ταν ὑ­ψώ­νου­με ἐ­γω­ϊ­στι­κά τό θέ­λη­μά μας. Φτά­νου­με στό ση­μεῖ­ο νά λέ­με θυ­μο­σο­φι­κά ὅ­τι «τό πο­λύ τό Κύ­ρι­ε ἐ­λέ­η­σον τό βα­ρι­έ­ται κι ὁ Θε­ός» (εἶ­ναι δυ­να­τόν ἡ καρ­δια­κή προ­σευ­χή νά ἔ­χει πο­τέ τε­λει­ω­μό;) ἤ νά προ­βάλ­λου­με ἕ­ναν Θε­ό τι­μω­ρό ὅ­ταν ζη­τᾶ­με ἐκ­δί­κη­ση, ἕ­ναν Θε­ό πού πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται στό χῶ­ρο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί στήν ὑ­πό­λοι­πη ζω­ή μας τόν ἀ­γνο­οῦ­με παν­τε­λῶς, ἕ­ναν Θε­ό πού κά­νει δι­α­κρί­σεις ἀ­νά­με­σα σέ ἄν­δρες καί γυ­ναῖ­κες (κα­τά­λοι­πο τῶν ἀν­δρο­κρα­τού­με­νων κοι­νω­νι­ῶν), ἕ­ναν Θε­ό πού ζη­τεῖ τά­μα­τα καί ὑ­λι­κές ἀ­πο­δεί­ξεις τῆς πί­στης μας, ἕ­ναν Θε­ό πού ἐ­κτι­μᾷ τά φροῦ - φροῦ κι ἀ­ρώ­μα­τα ὅ­ταν μυ­στη­ρια­κά ἁ­γιά­ζει κα­θο­ρι­στι­κές ἀν­θρώ­πι­νες στιγ­μές (βά­πτι­ση, γά­μος), ἕ­ναν Θε­ό τε­λε­τάρ­χη πού εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ος γιά τίς κοι­νω­νι­κές μας ἐκ­δη­λώ­σεις. Προ­βάλ­λου­με ἕ­ναν Θε­ό γα­στρεν­τε­ρο­λό­γο πού ἀ­να­λύ­ει τίς τρο­φές πού κα­τα­να­λώ­σα­με σέ πε­ρί­ο­δο νη­στεί­ας καί ὄ­χι τίς φω­νές πού ἐ­ξα­πο­λύ­σα­με χαι­ρέ­κα­κα, ὑ­βρι­στι­κά, κου­τσομ­πο­λί­στι­κα, ὀρ­γι­σμέ­να στό συ­νάν­θρω­πό μας, ἕ­ναν Θε­ό πού συ­ναν­τᾶ­με τό βρά­δυ τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως γιά 10 λε­πτά ἔ­χον­τας πα­ρα­βλέ­ψει τή σταυ­ρι­κή Του πο­ρεί­α, ἕ­ναν Θε­ό πού λά­θε­ψε ὅ­τι πλη­σί­ον εἶ­ναι ὁ κά­θε ἄν­θρω­πος ἀ­νε­ξαρ­τή­του ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν δι­α­φο­ρῶν, ἕ­ναν Θε­ό πού δί­δα­ξε ἁ­πλᾶ μί­α ἀ­κό­μα ἠ­θι­κή καί ὄ­χι τήν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κή λύ­τρω­σή μας. Ἐν τέ­λει προ­βάλ­λου­με ἕ­ναν Θε­ό ἐκ­ποι­η­μέ­νο.

Τά ὅ­σα κα­κῶς ἔ­χουν πα­ρει­σφρή­σει λό­γῳ ἐλ­λι­ποῦς κα­τη­χή­σε­ως εἴ­τε ἐ­ξαι­τί­ας ἀ­θρό­ας ἔν­τα­ξης πι­στῶν (ἀ­πό τόν 4ο κυ­ρί­ως αἰ­ῶ­να λό­γῳ ἀ­νε­ξι­θρη­σκί­ας) πού κου­βα­λοῦ­σαν τίς εἰ­δω­λο­λα­τρι­κές ἤ ἰ­ου­δα­ϊ­κές δο­ξα­σί­ες τους εἴ­τε σέ δύ­σκο­λους και­ρούς (ὑ­πο­δου­λώ­σεις καί σκλα­βιά) εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο νά ἐ­ξο­βε­λι­στοῦν ἀ­πό τή θε­ο­λο­γί­α καί τή λει­τουρ­γι­κή ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὁ πραγ­μα­τι­κά ἀ­γω­νι­ζό­με­νος χρι­στια­νός ὀ­φεί­λει νά ἀ­παι­τή­σει τήν κά­θαρ­ση τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας ἀ­πό πα­ρα­νο­ή­σεις – ἠ­θε­λη­μέ­νες ἤ μή – νά ἐν­νο­ή­σει πώς τί­πο­τα στήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο καί νά ἀρ­νη­θεῖ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε δι­α­στρέ­βλω­ση – ὅ­σο βο­λι­κή κι ἄν εἶ­ναι – τῆς εἰ­κό­νας τοῦ Θε­οῦ. Ἀν­τί λοι­πόν νά ψα­λι­δί­ζου­με τή θεί­α ἀ­λή­θεια, κα­λού­μα­στε νά μπα­λώ­σου­με τό δι­ά­τρη­το ἀ­πό τίς βο­λές τοῦ πο­νη­ροῦ σῶ­μα μας καί νά ἐ­πι­δι­ορ­θώ­σου­με τά κου­ρέ­λια τῆς δι­κῆς μας ψυ­χῆς καί τό­τε εἶ­ναι σί­γου­ρο πώς δέν θά νοι­ώ­σου­με στήν καρ­διά μας πο­τέ πα­γω­νιά για­τί ὅ­ποι­ος εἰς Χρι­στόν ἐ­βα­πτί­σθη, Χρι­στόν ἐ­νε­δύ­θη.