ΣΤΩΜΕΝ ΚΑΛΩΣ !


Του Μη­τρο­πο­λί­τη Σι­σα­νί­ου και Σι­α­τί­στης Παύ­λου* 




 

Δύ­ο λό­για νοι­ώ­θω την α­νάγ­κη να πω ξέ­ρον­τας πως θα ε­νο­χλή­σουν πολ­λούς. Α­φορ­μή τα ό­σα δι­α­δρα­τί­στη­καν με έ­να ά­θλιο έρ­γο. 

Μέ­χρι τα πρό­σφα­τα γε­γο­νό­τα η αν­τι­κει­με­νι­κή κρι­τι­κή εί­χε α­πο­φαν­θεί ό­τι πρό­κει­ται για έ­να έρ­γο αμ­φι­βό­λου καλ­λι­τε­χνι­κής α­ξί­ας, για μια με­τρι­ό­τη­τα. 

Η δεύ­τε­ρη πλη­ρο­φο­ρί­α που εί­χα­με εί­ναι ό­τι οι συν­τε­λε­στές του, θα ε­πε­δί­ω­καν την σύγ­κρου­ση με την Εκ­κλη­σί­α για κα­θα­ρά δι­α­φη­μι­στι­κούς και ει­σπρα­κτι­κούς λό­γους. 

Ή­δη κά­ποι­οι γνω­στοί, α­γα­να­κτι­σμέ­νοι πάν­τα με τους άλ­λους και πο­τέ με τον ε­αυ­τό τους, ρω­τού­σαν τι κά­νει η Ι­ε­ρά Σύ­νο­δος. 

Η Σύ­νο­δος όν­τως α­πα­σχο­λή­θη­κε με το θέ­μα, το συ­ζή­τη­σε, εί­χε τις πλη­ρο­φο­ρί­ες για την ε­πι­δι­ω­κό­με­νη σύγ­κρου­ση εκ μέ­ρους των συν­τε­λε­στών της ται­νί­ας και α­πο­φά­σι­σε να αν­τι­δρά­σει με σύ­νε­ση, χω­ρίς ό­μως να τους προ­σφέ­ρει την ε­πι­δι­ω­κό­με­νη ευ­και­ρί­α.

Πάν­τα ό­μως υ­πάρ­χουν ε­κεί­νοι που θε­ω­ρούν μό­νο τη γνώ­μη τους σω­στή. Ε­κεί­νοι που πι­στεύ­ουν ό­τι κά­θε ά­πο­ψη δι­α­φο­ρε­τι­κή α­πό τη δι­κή τους εί­ναι προ­δο­τι­κή. 

Λη­σμό­νη­σαν ό­τι το κα­λό πρέ­πει να γί­νε­ται κα­λά για να εί­ναι κα­λό.
Τε­λι­κά οι θλι­βε­ροί συν­τε­λε­στές του έρ­γου πέ­τυ­χαν στο στό­χο τους.

Δι­α­φη­μί­στη­καν, πα­ρου­σι­ά­στη­καν σαν θύ­μα­τα οι πραγ­μα­τι­κοί θύ­τες, πα­ρου­σί­α­σαν σαν τέ­χνη, την χυ­δαι­ό­τη­τα του ε­σω­τε­ρι­κού τους κό­σμου, τέ­θη­καν υ­πό την προ­στα­σί­α του γνω­στού λόμ­πυ Τα­τσό­που­λος-Ρε­πού­ση και σί­α και έ­τσι πέ­τυ­χαν οι δή­θεν υ­πε­ρα­σπι­σταί του Χρι­στού να γί­νουν οι κα­λύ­τε­ροι δι­α­φη­μι­στές μιας χυ­δαί­ας με­τρι­ό­τη­τας. 

Να πα­ρου­σια­στεί σαν τέ­χνη το ά­τε­χνο, σαν ση­μαν­τι­κό το α­σή­μαν­το, να φα­νούν σαν σπου­δαί­οι οι με­τρι­ό­τη­τες, να πα­ρι­στά­νουν τους η­θοποι­ους οι φθο­ρείς και δι­α­φθο­ρείς του ή­θους και της α­ξι­ο­πρέ­πειας, α­νή­γα­γαν σε με­γέ­θη α­σή­μαν­τα τα θλι­βε­ρά αν­θρω­πά­κια.

Ναι εί­μαι θυ­μω­μέ­νος με αυ­τούς τους ψευ­το-ο­μο­λο­γη­τές και ψευ­το-ή­ρω­ες.

Να τα πά­ρω ό­μως τα πράγ­μα­τα με την σει­ρά.

Θά με ε­ρω­τή­σε­τε: Δεν σε ε­νό­χλη­σε αυ­τό το ά­θλιο έρ­γο; Α­σφα­λώς και πο­λύ. 

Ό­ταν ξέ­ρεις ποι­ός εί­ναι ο Χρι­στός που α­γα­πάς και πι­στεύ­εις και Τον δι­α­κο­νείς σε ό­λη σου τη ζω­ή ε­νο­χλεί­σαι. Ε­νο­χλεί­σαι α­πό το κα­τάν­τη­μα των αν­θρώ­πων, α­πό την α­πί­στευ­η δι­α­στρο­φή της ψυ­χής τους, α­πό τα θλι­βε­ρά α­πω­θη­μέ­να και τις μει­ο­νε­ξί­ες τους.

Λυ­πά­σαι για τη φτή­νεια τους, που προ­σπα­θούν να την που­λή­σουν για τέ­χνη. Ό­μως ξέ­ρεις: Ο Χρι­στός σου δεν έ­χει καμ­μί­α σχέ­ση με το πε­ρι­ε­χό­με­νο αυ­τού του έρ­γου. Ό­τι ο Χρι­στός σου ΔΕΝ κιν­δυ­νεύ­ει α­πό τα θλι­βε­ρά αυ­τά αν­θρω­πά­ρια, α­πό τα γυ­ναι­κά­ρια και τα αν­δρει­κε­λα που ι­σχυ­ρί­ζον­ται ό­τι κά­νουν τέ­χνη. 

Ο κα­θέ­νας ο,τι έ­χει δί­νει και ό­λοι αυ­τοί δεί­χνουν τι έ­χουν και ποι­οί εί­ναι. Δεί­χνουν μό­νοι τους την ποι­ό­τη­τα τους και ρε­ζι­λεύ­ον­ται. 

Αν οι θερ­μό­αι­μοι δεν τους εί­χαν δι­α­φη­μί­σει, θα εί­χαν πε­ρά­σει α­πα­ρα­τή­ρη­τοι. Το μό­νο που κα­τά­φε­ραν η θλι­βε­ρή θι­α­σάρ­χης και η πα­ρέ­α της εί­ναι να ε­πι­βε­βαι­ώ­σουν την γνω­στή προ­φη­τεί­α του Γέ­ρον­τος Συ­με­ώ­νος για τον Χρι­στό. «Ού­τος κεί­ται εις πτώ­σιν και α­νά­στα­σιν πολ­λών και εις ση­μεί­ον αν­τι­λε­γό­με­νον». Δυ­στυ­χώς γι­’­αυ­τούς κεί­ται εις πτώ­σιν.

Το δεύ­τε­ρο που πε­ρι­μέ­νω να με ρω­τή­σε­τε εί­ναι: Μα δεν πρέ­πει να υ­πε­ρα­σπί­σου­με την πί­στη μας, τον υ­βρι­ζό­με­νο Χρι­στό μας; Ναι, αλ­λά πως; 

Την μέ­θο­δο που χρη­σι­μο­ποί­η­σαν οι «α­γω­νι­στές» την έ­χει α­πο­δο­κι­μά­σει ο ί­διος ο Κύ­ριος μας. 

Εί­ναι η μέ­θο­δος του Πέ­τρου που πή­γε να υ­πε­ρα­σπι­σθεί το Χρι­στό με έ­να μα­χαί­ρι. Το ί­διο λοι­πόν κά­νουν και οι ση­με­ρι­νοί που εί­ναι ι­κα­νοί να κα­τα­στρέ­ψουν, να κτυ­πή­σουν και πι­θα­νώς να λυν­τσά­ρουν τους υ­βρι­στές στο ό­νο­μα της πί­στης. 

Τι θλι­βε­ρό. Αλ­λά και πό­σο ε­πί­και­ρο. Ο Χρι­στός α­πο­δο­κι­μά­ζει τη μέ­θο­δο τους. Θα μπο­ρού­σε ο Χρι­στός να υ­πε­ρα­σπι­σθεί τον ε­αυ­τό Του μό­νος Του. 

Με τις λε­γε­ώ­νες των Αγ­γέ­λων Του. Θα μπο­ρού­σε να ρί­ξει φω­τιά και να τους κά­ψει. Αμ­φι­βάλ­λε­τε; Δεν εί­ναι ό­μως αυ­τό το πνεύ­μα Του.

Ο Χρι­στός δεν κιν­δυ­νεύ­ει α­πό τα θλι­βε­ρά αυ­τά αν­θρω­πά­ρια. Δεν κιν­δυ­νεύ­ει α­πό την α­ναι­σχυν­τί­α των ά­θε­ων και των δι­ε­φθαρ­μέ­νων.
Η Πί­στη κιν­δυ­νεύ­ει α­πό την α­με­τα­νο­η­σί­α των χρι­στια­νών, α­πό την α­που­σί­α α­για­σμού και α­ρώ­μα­τος χά­ρι­τος σ’ αυ­τούς που θέ­λουν να λέ­γον­ται πι­στοί.

Κιν­δυ­νεύ­ει α­πό την εκ­κο­σμί­κευ­ση της πνευ­μα­τι­κής ζω­ής των χρι­στια­νών που αν­τι­κα­τέ­στη­σαν τον α­για­σμό και το μαρ­τύ­ριο για την πί­στη, αυ­τή εί­ναι η πνευ­μα­τι­κή αν­τί­στα­ση, με το λυν­τσά­ρι­σμα των α­πί­στων.

Δεν θυ­μί­ζει αυ­τό κά­τι α­πό Ι­ε­ρά Ε­ξέ­τα­ση και μου­σουλ­μα­νι­σμό η κά­νω λά­θος; Α­φή­σα­με τα βα­ρύ­τε­ρα του νό­μου και κυ­νη­γά­με τα εν­τυ­πω­σια­κά και τα εύ­κο­λα.

Η α­πάν­τη­ση στη βλα­σφη­μί­α και τον χλευα­σμό της πί­στης εί­ναι η α­να­πλή­ρω­ση της πτώ­σε­ως των τα­λαί­πω­ρων χλευα­στών με το πε­ρίσ­σευ­μα της δι­κής α­γά­πης και του δι­κού μας α­για­σμού.

Θέ­λω ό­μως να πω και δυ­ό λό­για και στους «ε­παγ­γελ­μα­τί­ες» υ­πε­ρα­σπι­στές κά­θε χυ­δαι­ό­τη­τας στο ό­νο­μα της τέ­χνης. 

Με τέ­τοι­ους υ­πε­ρα­σπι­στές δεν με­τα­ποι­εί­ται η χυ­δαι­ό­τη­τα, α­δι­κεί­ται η τέ­χνη, αλ­λά και α­πο­κα­λύ­πτε­ται η πνευ­μα­τι­κή πτω­χεί­α των δή­θεν προ­ο­δευ­τι­κών.

Η ταύ­τι­ση της χυ­δαι­ό­τη­τας με την τέ­χνη δεν τι­μά αυ­τούς που το ε­πι­χει­ρούν. Ε­λευ­θε­ρί­α του λό­γου εί­ναι και η βλα­σφη­μί­α και η αι­σχρο­λο­γί­α και η ρυ­πα­ρό­τη­τα. 

Εί­τε ό­μως μας α­ρέ­σει εί­τε ό­χι η γλώσ­σα πάν­τα λα­λεί α­πό το πε­ρίσ­σευ­μα της καρ­διάς και έ­τσι οι άν­θρω­ποι δεν δεί­χνουν την α­νύ­παρ­κτη ε­λευ­θε­ρί­α τους, αλ­λά την θλι­βε­ρή ποι­ό­τη­τα και το πε­ρι­ε­χό­με­νο της καρ­διάς τους και αυ­το­ρε­ζι­λεύ­ον­ται πέ­ρα α­πό τους τί­τλους και τους τύ­πους τους.

Κα­νέ­να ε­πι­χεί­ρη­μα δεν α­πο­κτά ου­σί­α και α­λή­θεια κρυ­πτό­με­νο πί­σω α­πό το βα­ρύ­γδου­πο τί­τλο του Πα­νε­πι­στη­μια­κού Κα­θη­γη­τή σε μια ε­πο­χή που μια τέ­τοι­α ε­κλο­γή ε­πι­τυγ­χά­νε­ται με την υ­πο­στή­ρι­ξη συν­τε­χνι­ών ποι­κί­λης μορ­φής, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ό­ταν κά­ποι­οι α­λη­θι­νά ι­κα­νοί α­περ­ρί­φθη­σαν για­τί δεν α­νή­καν στην «ο­μά­δα», για­τί τους α­πέρ­ρι­ψε ο ι­δε­ο­λο­γι­κός Προ­κρού­στης. 

Η χυ­δαι­ό­τη­τα και η αι­σχρό­τη­τα ού­τε τέ­χνη εί­ναι, ού­τε πο­λι­τι­σμός.
Ά­φη­σα τε­λευ­ταί­α τη «Χρυ­σή Αυ­γή» που στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι «μαύ­ρη νύ­κτα». 

Εί­ναι θλι­βε­ρό ό­τι κά­ποι­οι «χρι­στια­νοί α­γω­νι­στές» ταυ­τί­στη­καν με τη χρυ­σή αυ­γή για να υ­πε­ρα­σπι­στούν τον Χρι­στό.

Τον Χρι­στό που η «χρυ­σή αυ­γή» τον δι­ώ­κει, τον προ­σβάλ­λει και τον ε­ξευ­τε­λί­ζει κα­θη­με­ρι­νά και το πράτ­τει στα πρό­σω­πα, των προ­σφύ­γων, των με­τα­να­στών α­κό­μα και των παι­δι­ών. 

Ξε­χά­σα­τε α­γα­πη­τοί μου χρι­στια­νοί το λό­γο του Χρι­στού «ε­φό­σον ε­ποι­ή­σα­τε, ε­νί τού­των των α­δελ­φών μου των ε­λα­χί­στων, ε­μοί ε­ποι­ή­σα­τε;» 

Δεν εί­ναι ο άν­θρω­πος ει­κό­να του Χρι­στού ό­ποι­ος και ε­άν εί­ναι; Δεν εί­ναι έ­νας με­τα­νά­στης, έ­νας πρό­σφυ­γας, ε­λά­χι­στος α­δελ­φός του Χρι­στού; 

Δεν εί­ναι ο «πλη­σί­ον» της Πα­ρα­βο­λής του Κα­λού Σα­μα­ρεί­τη; Σύμ­φω­να λοι­πόν με την χρυ­σαυ­γί­τι­κη αν­τί­λη­ψη θα έ­πρε­πε ο Σα­μα­ρεί­της βλέ­πον­τας τον πλη­γω­μέ­νο Ι­ου­δαί­ο να τον πε­τά­ξει στα σκου­πί­δια, τό­τε θα ή­ταν «κα­λός».

Κά­θε ε­ναγ­κα­λι­σμός και χά­ϊ­δε­μα χρι­στια­νού η πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ι­ε­ρω­μέ­νου προς την Χρυ­σή Αυ­γή δεί­χνει μπέρ­δε­μα φρι­κτό και α­κύ­ρω­ση της πί­στης. 

Κα­νείς δεν μπο­ρεί να παί­ζει «εν ου παι­κτοίς». Ο λό­γος του Θε­ού έ­χει α­πό­λυ­το και αι­ώ­νιο κύ­ρος. 

Εί­ναι άλ­λο το θέ­μα των προ­σφύ­γων και των προ­βλη­μά­των που μια α­νί­κα­νη πο­λι­τι­κή η­γε­σί­α ά­φη­σε να δη­μι­ουρ­γη­θούν και άλ­λο η α­πό­λυ­τη α­ξί­α του αν­θρώ­πι­νου προ­σώ­που. 


Δεν θα α­κυ­ρώ­σου­με την α­λή­θεια του Θε­ού για να λύ­σου­με τα προ­βλή­μα­τα μας. Αν­τι­θέ­τως τα προ­βλή­μα­τα δη­μι­ουρ­γή­θη­καν για­τί την α­λή­θεια του Θε­ού την αν­τι­κα­τα­στή­σα­με με την α­λα­ζο­νεί­α μας και την ε­πι­πο­λαι­ό­τη­τα μας.

Στώ­μεν λοι­πόν κα­λώς! Στώ­μεν με­τά φό­βου! Η ά­κρη του κου­βα­ριού εί­ναι του Χρι­στού το θέ­λη­μα και ό­χι οι αυ­θαι­ρε­σί­ες και οι ε­ξυ­πνά­δες των αν­θρώ­πων!

* από την Romfea.gr