Οι δι­α­στά­σεις της ζω­ής.



 Ένα σημαντικό κείμενο  από τον αδελφό μας (ψυχίατρο) Μ. Σ. Ψα­ρά,
  που αναδημοσιεύουμε από το blog του,

Διαβάστε το με προσοχή, μέχρι το τέλος. 



Α

Ο τό­πος και ο χρό­νος εί­ναι τα πε­ρι­ο­ρι­στι­κά με­γέ­θη που πρέ­πει να υ­περ­βεί το πνεύ­μα, για να βι­ώ­σει ο άν­θρω­πος την ψυ­χι­κή υ­γεί­α.

Η έν­νοι­α της ψυ­χι­κής υ­γεί­ας εί­ναι πο­λύ βα­θύ­τε­ρη και ου­σι­α­στι­κό­τε­ρη, α­πό την α­πλή έλ­λει­ψη α­να­γνω­ρί­σι­μης ψυ­χο­πα­θο­λο­γί­ας ο­ποι­ασ­δή­πο­τε μορ­φής.
Ψυ­χι­κά υ­γι­ής εί­ναι ε­κεί­νος που τεί­νει να έ­χει ο­λο­κλη­ρω­μέ­νη προ­σω­πι­κό­τη­τα, με φα­νε­ρές στη συμ­πε­ρι­φο­ρά του, τη δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τα και την ευ­θυ­κρι­σί­α, τη χα­ρά και την α­γά­πη, τη σο­φί­α και τη με­τρι­ο­φρο­σύ­νη. Η α­πό­λυ­τη ψυ­χι­κή υ­γεί­α ό­μως, εί­ναι μια κα­τά­στα­ση ι­δε­α­τή. Στα μέ­τρα της κοι­νω­νί­ας μας, η πρα­κτι­κή των συμ­βι­βα­σμών θε­ω­ρεί σαν υ­γι­ές και φυ­σι­ο­λο­γι­κό αυ­τό που υ­πο­δει­κνύ­ουν οι στα­τι­στι­κές, δη­λα­δή ό,τι ε­πι­κρο­τεί η πλει­ο­ψη­φί­α. 

Ω­στό­σο, αν κά­ποι­ος εν­δι­α­φέ­ρε­ται για την «ταυ­τό­τη­τα» της προ­σω­πι­κό­τη­τας του και θέ­λει να ε­ρευ­νή­σει στη ζω­ή του τις πραγ­μα­τι­κές δυ­να­τό­τη­τες του στην προ­σέγ­γι­ση του πρό­τυ­που της ψυ­χι­κής ι­σορ­ρο­πί­ας, θα πρέ­πει να ξε­κι­νή­σει με την κα­τα­νό­η­ση με­ρι­κών βα­σι­κών εν­νοι­ών, που θα α­πο­τε­λέ­σουν και τα θε­μέ­λια των ό­σων ε­πι­δι­ώ­κει.

Το «ε­δώ και τώ­ρα», έ­χει χρη­σι­μο­ποι­η­θεί κα­τ’ ε­πα­νά­λη­ψη α­πό ψυ­χιά­τρους και ψυ­χο­λό­γους στις ψυ­χο­θε­ρα­πευ­τι­κές τους με­θό­δους. Και δί­και­α, για­τί πρό­κει­ται για τις δυ­ο έν­νοι­ες, του τό­που και του χρό­νου, που ό­σο πα­ρα­μέ­νουν α­δι­ευ­κρί­νι­στες και α­προσ­δι­ό­ρι­στες, α­πο­τε­λούν ε­στί­ες α­νά­πτυ­ξης πα­ρερ­μη­νει­ών, υ­πο­κει­με­νι­κών α­δι­ε­ξό­δων και αυ­θαί­ρε­των συμ­πε­ρα­σμά­των. Γι’ αυ­τό άλ­λω­στε και λέ­με για κά­ποι­ον που πε­λα­γο­δρο­μεί, πως βρί­σκε­ται «ε­κτός τό­που και χρό­νου».

Το «ε­δώ» κα­τ’ αρ­χήν, σαν έν­νοι­α με ψυ­χο­λο­γι­κές ε­πι­πτώ­σεις, δεν α­να­φέ­ρε­ται μό­νο στον τό­πο και στη σχέ­ση μας μ’ αυ­τόν και τους γύ­ρω μας, αλ­λά και σε ό­λα τα δε­δο­μέ­να, ε­σω­τε­ρι­κά και ε­ξω­τε­ρι­κά, που ι­σχύ­ουν και μας ε­πη­ρε­ά­ζουν μια συγ­κε­κρι­μέ­νη στιγ­μή. Εί­ναι α­πα­ραί­τη­το για την ψυ­χι­κή μας στα­θε­ρό­τη­τα να έ­χου­με σα­φή αν­τί­λη­ψη των γε­γο­νό­των, των κα­τα­στά­σε­ων και των σχέ­σε­ων μας μ’ αυ­τά. Ό­χι α­πα­ραί­τη­τα πλή­ρη γνώ­ση, αλ­λά σα­φή αί­σθη­ση των ρό­λων και των υ­πο­χρε­ώ­σε­ων μας (που πη­γά­ζουν α­πό τα γε­γο­νό­τα και τις κα­τα­στά­σεις), α­πέ­ναν­τι στον ε­αυ­τό μας και στα πρό­σω­πα που ε­πη­ρε­ά­ζουν οι ε­νέρ­γει­ες μας.

Σα­φής αν­τί­λη­ψη των δε­δο­μέ­νων ω­στό­σο, δεν ση­μαί­νει το να έ­χου­με ξε­κα­θα­ρί­σει ποι­α πράγ­μα­τα και πό­σο μας ε­νο­χλούν. Αυ­τό εί­ναι άρ­νη­ση του τό­που, άρ­νη­ση του να δού­με πού βρι­σκό­μα­στε. Αν­τί­λη­ψη του «τό­που», ση­μαί­νει α­πο­δο­χή της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας των υ­φι­στά­με­νων συν­θη­κών. Τα δε­δο­μέ­να της κά­θε στιγ­μής, θα εί­ναι α­πο­τε­λέ­σμα­τα ή συ­νέ­πει­ες δι­κών μας ε­νερ­γει­ών, ο­πό­τε και η ε­λά­χι­στη υ­πευ­θυ­νό­τη­τα α­πό μέ­ρους μας, α­παι­τεί την ά­με­ση α­πο­δο­χή και  αν­τι­με­τώ­πι­ση τους ή γε­γο­νό­τα που μας ε­πη­ρε­ά­ζουν, αλ­λά δεν ε­ξαρ­τών­ται α­πό μας, ο­πό­τε α­σφα­λώς εί­ναι πα­ρά­λο­γο το να δυ­σα­να­σχε­τού­με στην προ­ο­πτι­κή της α­πο­δο­χής τους. Ό­σο κι αν τα δε­δο­μέ­να συγ­κρού­ον­ται και στις δύ­ο πε­ρι­πτώ­σεις με τις δι­κές μας ε­πι­θυ­μί­ες, θα πρέ­πει για να δι­α­τη­ρή­σου­με την ε­σω­τε­ρι­κή μας ι­σορ­ρο­πί­α, να έ­χου­με πρό­σφο­ρη την ω­ρι­μό­τη­τα ο­μα­λής προ­σαρ­μο­γής μας στις νέ­ες συν­θή­κες που έ­χουν δι­α­μορ­φω­θεί.

Οι έν­νοι­α των "δε­δο­μέ­νων", εί­ναι α­κρι­βώς αυ­τή που εκ­φρά­ζει η λέ­ξη. Εί­ναι τα "δο­σμέ­να", με ό­ποι­ον τρό­πο κι αν εί­ναι αυ­τός. Η ορ­θή αν­τι­με­τώ­πι­ση και βά­ση των μελ­λον­τι­κών ε­νερ­γει­ών μας, εί­ναι η κα­τ' αρ­χήν α­πο­δο­χή τους. Ό­χι α­πα­ραί­τη­τα η έγ­κρι­ση ή η υ­πο­τα­γή μας σ’ αυ­τά, αλ­λά «η α­πο­δο­χή της ύ­παρ­ξης τους». Τό­τε, μπο­ρού­με να με­θο­δεύ­σου­με χω­ρίς άγ­χος ε­κεί­νους τους τρό­πους δρά­σε­ως που θα κρί­νου­με πιο κα­τάλ­λη­λους (προ­σαρ­μο­στι­κούς ή αν­τι­δρα­στι­κούς), για να αν­τα­πο­κρι­θού­με με συ­νέ­πεια στα πι­στεύ­ω μας.

Η συ­νει­δη­το­ποί­η­ση της ύ­παρ­ξης των γε­γο­νό­των ε­πο­μέ­νως, χω­ρίς ε­γω­κεν­τρι­κές αν­τι­στά­σεις, χω­ρίς δυ­σα­ρέ­σκεια, υ­στε­ρι­κές αρ­νή­σεις, μά­ται­η κρι­τι­κή και ε­πίρ­ρι­ψη ευ­θυ­νών σε τρί­τους (που συ­νή­θως μας κα­τα­κλύ­ζουν ό­ταν μα­ται­ώ­νον­ται οι ε­πι­θυ­μί­ες μας και α­πει­λούν­ται οι συ­νή­θει­ες μας), εί­ναι το πρώ­το και βα­σι­κό βή­μα για έ­ναν ι­σορ­ρο­πη­μέ­νο ψυ­χι­σμό, χω­ρίς άγ­χος και ε­νο­χές. Το να γνω­ρί­ζει και να α­να­γνω­ρί­ζει (δέ­χε­ται) κά­ποι­ος, το πού βρί­σκε­ται, εί­ναι το ί­διο ση­μαν­τι­κό με την το­πο­θέ­τη­ση του και τη σχέ­ση του στον χρό­νο, ό­που ε­πί­σης εί­ναι α­πα­ραί­τη­το να έ­χει ξε­κα­θα­ρι­σμέ­νες τις έν­νοι­ες των σχε­τι­κών ο­ρι­σμών, για να κα­θο­ρί­σει α­νά­λο­γα τη στά­ση του στη ζω­ή.

Β

Η ζω­ή στον φυ­σι­κό κό­σμο εί­ναι μια χρο­νι­κή δι­α­δρο­μή, αλ­λη­λο­δι­α­δο­χής γε­γο­νό­των.

Άλ­λο­τε γε­μί­ζου­με τον χρό­νο μας συμ­με­τέ­χον­τας με δι­κές μας ε­νέρ­γει­ες, άλ­λο­τε η συμ­με­το­χή μας πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται στην πα­ρα­κο­λού­θη­ση ε­νερ­γει­ών άλ­λων Υ­πάρ­χουν και κά­ποι­ες φο­ρές που η ψυ­χο­λο­γί­α μας της στιγ­μής, α­πο­συν­το­νί­ζε­ται α­πό τον χρό­νο και  α­φη­νό­μα­στε να ξε­φύ­γου­με συ­ναι­σθη­μα­τι­κά προς το πα­ρελ­θόν ή το μέλ­λον. Α­πο­σύ­ρου­με δη­λα­δή το συ­ναί­σθη­μα μας και α­που­σι­ά­ζο­με α­πό το πα­ρόν. Αυ­τό μας συμ­βαί­νει πολ­λές φο­ρές α­προ­γραμ­μά­τι­στα, σαν να κά­νου­με έ­να δι­ά­λειμ­μα στην αν­τι­με­τώ­πι­ση των ευ­θυ­νών μας, να παίρ­νου­με μια ά­τυ­πη ά­δεια α­πό τις υ­πο­χρε­ώ­σεις μας, να βά­ζου­με για λί­γο σε μια πα­ρέν­θε­ση τη ζω­ή μας. Για­τί το συ­ναί­σθη­μα, ό­ταν δεν αν­τλεί ά­με­ση ι­κα­νο­ποί­η­ση α­πό το πα­ρόν, την α­να­ζη­τά με ό­χη­μα τη φαν­τα­σί­α, αλ­λού.

Ό­μως δεν μπο­ρού­με να ζή­σου­με το μέλ­λον, α­φού δεν ήρ­θε α­κό­μα, αλ­λά ού­τε και το πα­ρελ­θόν α­φού έ­χει πε­ρά­σει. Έ­τσι τις ώ­ρες ε­κεί­νες, «ζού­με» στη φαν­τα­σί­α μας το μέλ­λον και το πα­ρελ­θόν, εν­τάσ­σον­τας τα στο πα­ρόν πλα­σμα­τι­κά, με τις δι­α­δι­κα­σί­ες μιας συ­νειρ­μι­κά αυ­το­μα­το­ποι­η­μέ­νης πα­θη­τι­κής α­πει­κό­νι­σης (ο­νει­ρο­φαν­τα­σί­ες, ο­νει­ρο­πο­λή­σεις και φαν­τα­σι­ώ­σεις).

Αν­τί­θε­τα, η ε­νερ­γη­τι­κή α­ξι­ο­λό­γη­ση και α­ξι­ο­ποί­η­ση στοι­χεί­ων του πα­ρελ­θόν­τος (α­νά­μνη­ση και ι­στο­ρί­α) ή η ε­νερ­γη­τι­κή ε­πε­ξερ­γα­σί­α δε­δο­μέ­νων του πα­ρόν­τος, που τα προ­βά­λου­με στο μέλ­λον με τη δη­μι­ουρ­γι­κή φαν­τα­σί­α (σχε­δια­σμός και προ­ο­πτι­κή)  εί­ναι ε­νέρ­γει­ες που συμ­βαί­νουν στο πα­ρόν και χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές μιας υ­γιούς προ­σω­πι­κό­τη­τας. 

Η δυ­να­τό­τη­τα μας να «ζού­με», πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται μό­νο στο πα­ρόν, το «τώ­ρα». «Πα­ρόν», στη συ­νεί­δη­ση μας εί­ναι μό­νο η κά­θε στιγ­μή, που α­κο­λου­θεί την προ­η­γού­με­νη και την δι­α­δέ­χε­ται η ε­πό­με­νη, στη συ­νε­χή ρο­ή του χρό­νου και συ­νει­δη­το­ποι­ού­με τη στιγ­μή αυ­τή, στο μέ­τρο που συμ­με­τέ­χου­με συ­ναι­σθη­μα­τι­κά στα ό­σα συμ­βαί­νουν κα­τά τη διά­ρκεια της.

Το πα­ρόν κα­τα­γρά­φε­ται στη συ­νεί­δη­ση και στη μνή­μη μας, α­νά­λο­γα με τη φόρ­τι­ση της στιγ­μής. “Στιγ­μές” ευ­τυ­χί­ας ή ο­δύ­νης, τραυ­μα­τι­κές ή πλη­ρό­τη­τας, με ι­δι­αί­τε­ρη έν­τα­ση φορ­τι­σμέ­νες συ­ναι­σθη­μα­τι­κά, εν­τυ­πώ­νον­ται α­νε­ξί­τη­λα στη (συ­ναι­σθη­μα­τι­κή) μνή­μη, ε­πη­ρε­ά­ζουν τον  χα­ρα­κτή­ρα και μπο­ρούν να τρο­πο­ποι­ή­σουν την προ­σω­πι­κό­τη­τα μας.     

Το «τώ­ρα», μπο­ρού­με να το προσ­δι­ο­ρί­σου­με σαν έ­να σύ­νο­λο στιγ­μών ι­κα­νής διά­ρκειας, ώ­στε να πε­ρι­λαμ­βά­νει μια συγ­κε­κρι­μέ­νη ε­νέρ­γεια. Το «σή­με­ρα» αν­τί­στοι­χα, η κά­θε μέ­ρα μας, πε­ρι­λαμ­βά­νει στη διά­ρκεια του και τις τρεις έν­νοι­ες –πα­ρελ­θόν, πα­ρόν και μέλ­λον-, αλ­λά το πα­ρελ­θόν εί­ναι α­κό­μα εν­τε­λώς πρό­σφα­το και το μέλ­λον ά­με­σα ε­περ­χό­με­νο. Έ­τσι η ση­με­ρι­νή μέ­ρα, που μπο­ρεί να α­πο­τε­λέ­σει την πε­ρισ­σό­τε­ρο πρό­σφο­ρη χρο­νι­κή μο­νά­δα ζω­ής, εμ­πε­ρι­έ­χει κα­τά κά­ποι­ον τρό­πο και την έν­νοι­α της αι­ω­νι­ό­τη­τας.

Η η­μέ­ρα, μπο­ρεί να ο­ρι­ο­θε­τη­θεί στην αν­τί­λη­ψη του κα­θε­νός δι­α­φο­ρε­τι­κά, σαν η­με­ρο­μη­νί­α, σαν 24ωρο ή σαν τη χρο­νι­κή α­πό­στα­ση α­πό την α­να­το­λή ως τη δύ­ση του ή­λιου. Συ­νή­θως ο χρό­νος μιας η­μέ­ρας, έ­χει διά­ρκεια κα­τα­νο­η­τή α­πό τους πε­ρισ­σό­τε­ρους στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα μας, σαν το δι­ά­στη­μα α­πό την πρω­ι­νή α­φύ­πνι­ση μέ­χρι τον ε­πό­με­νο νυ­χτε­ρι­νό ύ­πνο, ό­σο δη­λα­δή μπο­ρού­με να ε­νερ­γού­με συ­νει­δη­τά.

Οι ε­νέρ­γει­ες, εί­ναι το α­πα­ραί­τη­το στοι­χεί­ο της ζω­ής, που μας συν­δέ­ει (μας πα­ρέ­χει την αί­σθη­ση συμ­πό­ρευ­σης) με τον χρό­νο, μας δι­α­τη­ρεί σε ε­γρή­γορ­ση στο πα­ρόν και μας δί­νει έ­τσι την ευ­και­ρί­α να συ­νει­δη­το­ποι­ού­με τις εμ­πει­ρί­ες μας. Ε­νερ­γών­τας, φυ­σι­κά ή πνευ­μα­τι­κά, πα­ρα­μέ­νου­με συν­το­νι­σμέ­νοι στον ρυθ­μό του χρό­νου, συμ­με­τέ­χου­με στη ζω­ή, εί­μα­στε πα­ρόν­τες. Η α­δρά­νεια, η α­πρα­ξί­α, η α­νί­α, η α­κη­δί­α και τα αρ­νη­τι­κά συ­ναι­σθή­μα­τα, μας α­πο­σύ­ρουν α­πό την «τρέ­χου­σα» ζω­ή και μας υ­πο­βι­βά­ζουν σε α­μέ­το­χους (πα­θη­τι­κούς ή εμ­πα­θείς) θε­α­τές της. 

Συ­χνά στη συ­νεί­δη­ση μας, ταυ­τί­ζου­με τις έν­νοι­ες του τώ­ρα και του σή­με­ρα. Η εν­νοι­ο­λο­γι­κή άμ­βλυν­ση του «τώ­ρα» και η δι­εύ­ρυν­ση του στον χώ­ρο του «σή­με­ρα», μας πα­ρέ­χει ά­νε­ση στον προ­γραμ­μα­τι­σμό των ε­νερ­γει­ών, μας α­πο­φορ­τί­ζει α­πό το άγ­χος του «ε­πεί­γον­τος» και της αί­σθη­σης «συσ­σώ­ρευ­σης εκ­κρε­μο­τή­των» και το μέλ­λον α­πο­κτά έ­τσι ευ­κρι­νέ­στε­ρη ο­ρα­τό­τη­τα, προ­ο­πτι­κή και δυ­να­τό­τη­τα σχε­δια­σμού.   

Γ

Ο σχε­δια­σμός α­φο­ρά στο μέλ­λον. Ο προ­γραμ­μα­τι­σμός, στο σή­με­ρα.

Ε­φαρ­μό­ζον­τας στην πρά­ξη το πρό­γραμ­μα των ε­νερ­γει­ών της κά­θε μέ­ρας, η βού­λη­ση [που ε­νέ­κρι­νε και α­πο­δέ­χθη­κε τον προ­γραμ­μα­τι­σμό] η­γεί­ται των ε­νερ­γει­ών μας, το συ­ναί­σθη­μα τις κι­νη­το­ποι­εί με τον εν­θου­σια­σμό της προσ­δο­κί­ας του α­πο­τε­λέ­σμα­τος και η νό­η­ση συμ­με­τέ­χει, πα­ρέ­χον­τας γνώ­ση και λύ­σεις.

Συ­νει­δη­τή πα­ρου­σί­α μας στο τώ­ρα, ση­μαί­νει την ε­νερ­γό βου­λη­τι­κή, συ­ναι­σθη­μα­τι­κή και νο­η­τι­κή συμ­με­το­χή μας, στην κά­θε στιγ­μή της η­μέ­ρας. Τό­τε, ζού­με το πα­ρόν. Μια υ­γι­ής προ­σω­πι­κό­τη­τα έ­χει την ι­κα­νό­τη­τα να ζει συ­νε­χώς στο πα­ρόν. Ό­σο λι­γό­τε­ρο «υ­γι­ής» εί­ναι η προ­σω­πι­κό­τη­τα, τό­σο με­γα­λύ­τε­ρη εί­ναι και η τά­ση της να α­πο­μα­κρύ­νε­ται α­πό την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, να συμ­με­τέ­χει λι­γό­τε­ρο στο πα­ρόν και σαν συ­νέ­πεια, να έ­χει πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη αν­τί­λη­ψη της ζω­ής.

Ό­ταν η βού­λη­ση για πολ­λούς λό­γους υ­πο­λει­τουρ­γεί, το συ­ναί­σθη­μα μέ­νει αν­τί­στοι­χα α­κά­λυ­πτο και προ­βά­λει α­νάγ­κες α­να­πλή­ρω­σης (ε­πι­θυ­μί­ες), που α­παι­τεί να εκ­πλη­ρω­θούν. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι το αί­σθη­μα μο­να­ξιάς, δη­λα­δή μει­ω­μέ­νης κοι­νω­νί­ας που δη­μι­ουρ­γεί τις ψυ­χο­λο­γι­κές α­νάγ­κες και την κυ­μαι­νό­με­νη δυ­σθυ­μί­α.

Ο ε­κτε­θει­μέ­νος στα αγ­χο­γό­να ε­ρε­θί­σμα­τα ε­αυ­τός μας τό­τε, για να μην πα­ρα­μέ­νει συ­νε­χώς σε έ­να δυ­σά­ρε­στο πα­ρόν, που δεν του πα­ρέ­χει ι­κα­νο­ποι­ή­σεις και μη έ­χον­τας τη δυ­να­τό­τη­τα να αλ­λά­ξει τις συν­θή­κες του πε­ρι­βάλ­λον­τος, εί­ναι πι­θα­νό να στρα­φεί στον χώ­ρο των α­να­μνή­σε­ων. Θα α­να­ζη­τή­σει ε­κεί, μια προ­σω­ρι­νή έ­στω α­πο­δυ­νά­μω­ση στο πρό­βλη­μα, α­να­τρέ­χον­τας σε ε­πο­χές «ευ­τυ­χέ­στε­ρες». Έ­να τέ­τοι­ο δι­ά­λειμ­μα νο­η­τι­κής α­να­πα­ρά­στα­σης του πα­ρελ­θόν­τος, μπο­ρεί να εμ­πλου­τι­στεί και με πλα­σμα­τι­κή αν­τι­κα­τά­στα­ση ο­ρι­σμέ­νων α­νε­πι­θύ­μη­των στοι­χεί­ων, με άλ­λα πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πο­δε­κτά.

Άλ­λο­τε, το πρό­βλη­μα ε­πι­τεί­νε­ται α­πό τη φυ­γή αυ­τή, για­τί μας ε­κτρέ­πει συ­νειρ­μι­κά στην α­να­βί­ω­ση ψυ­χο­τραυ­μα­τι­κών εμ­πει­ρι­ών, που κά­πο­τε την ε­πι­ζη­τού­με οι ί­διοι σαν αυ­το­τι­μω­ρί­α (ε­ξι­λέ­ω­ση σε υ­πο­βό­σκου­σες ε­νο­χές), με την εμ­μο­νή προ­σκόλ­λη­σης της μνή­μης μας, με πα­θο­λο­γι­κούς ψυ­χο­λο­γι­κούς μη­χα­νι­σμούς, σε ο­δυ­νη­ρές ει­κό­νες του πα­ρελ­θόν­τος,

Η α­να­βί­ω­ση αυ­τή, ε­λεγ­χό­με­νη ή κα­θο­δη­γού­με­νη ψυ­χα­να­λυ­τι­κά α­πό έ­ναν υ­γι­ή και έμ­πει­ρο ψυ­χο­θε­ρα­πευ­τή, μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε α­πο­φόρ­τι­ση πα­λαι­ών ο­δυ­νη­ρών κα­τα­γρα­φών και σε λύ­ση εγ­κα­τε­στη­μέ­νων προ­βλη­μα­τι­κών α­δι­ε­ξό­δων. Ο­πωσ­δή­πο­τε, υ­πάρ­χει ο κίν­δυ­νος της εμ­πλο­κής σε α­να­κύ­κλω­ση πα­θο­λο­γι­κών ε­πα­να­λή­ψε­ων και σε ε­πί­τα­ση των α­νά­λο­γων συ­ναι­σθη­μα­τι­κά φορ­τι­σμέ­νων συμ­πε­ρι­φο­ρών, μέ­σα α­πό την α­να­τρο­φο­δό­τη­ση των αρ­νη­τι­κών μη­νυ­μά­των.

Η α­νάγ­κη δι­α­φυ­γής μπο­ρεί να στρα­φεί φυ­σι­κά και προς τα εμ­πρός, σε αυ­το­σχέ­δια σε­νά­ρια για το μέλ­λον, που να αν­τα­πο­κρί­νον­ται στις ε­πι­θυ­μί­ες που προ­βάλ­λει α­παι­τη­τι­κά το συ­ναί­σθη­μα. Η φαν­τα­σί­α, υ­πο­κα­θι­στά και πά­λι την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Η φυ­γή αυ­τή, προ­σφέ­ρει μια με­τέ­ω­ρη ευ­φο­ρί­α χω­ρίς διά­ρκεια και ε­ξαν­τλεί­ται α­φή­νον­τας το συ­ναι­σθη­μα­τι­κό κε­νό της α­που­σί­ας μας α­πό τη ζω­ή, να α­να­πα­ρά­γει την α­νάγ­κη μας για ι­κα­νο­ποί­η­ση και να μας ο­δη­γεί ξα­νά προς την άρ­νη­ση της ζω­ής.

Πα­ράλ­λη­λα με τις α­να­πο­λή­σεις των α­να­μνή­σε­ων και τις φαν­τα­σι­ω­σι­κές πε­ρι­πλα­νή­σεις, στην ί­δια λαν­θα­σμέ­νη κα­τεύ­θυν­ση μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει και η κα­κή χρή­ση του Δι­α­δι­κτύ­ου, με τον ε­θι­σμό της πρόσ­δε­σης μας σε μια  ει­κο­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο ευ­χά­ρι­στης και λι­γό­τε­ρο α­παι­τη­τι­κής.

Προς ό­ποι­α κα­τεύ­θυν­ση και να στρα­φού­με ό­μως, οι συ­νέ­πει­ες της α­που­σί­ας α­πό το «τώ­ρα», θα εί­ναι το ί­διο βλα­βε­ρές. Στο πα­ρόν, θα πα­ρα­μεί­νει τρα­γι­κά εγ­κα­τα­λειμ­μέ­νο για να μας αν­τι­προ­σω­πεύ­ει «α­πρό­σω­πα» και α­νε­ξέ­λεγ­κτα, το α­συ­νεί­δη­το. Τό­τε, το πο­σο­στό α­νε­νέρ­γειας της βού­λη­σης α­να­πλη­ρώ­νε­ται α­πό τις εν­στι­κτώ­δεις πα­ρορ­μή­σεις προς ι­κα­νο­ποί­η­ση των ε­πι­θυ­μι­ών, η έλ­λει­ψη συ­ναι­σθη­μα­τι­κής ε­πέν­δυ­σης στη τρέ­χου­σα ζω­ή, προ­σθέ­τει έν­τα­ση, άγ­χος και κα­τά­θλι­ψη και η δη­μι­ουρ­γι­κή σκέ­ψη στρέ­φε­ται στους μη­χα­νι­σμούς αυ­το­ά­μυ­νας, της ε­κλο­γί­κευ­σης (ό­τι μου συμ­βαί­νει, ο­φεί­λε­ται σ’ αυ­τές τις λο­γι­κο­φα­νείς αι­τί­ες), της προ­βο­λής (δεν φταί­ω ε­γώ που βρί­σκο­μαι σ’ αυ­τή τη θέ­ση, αλ­λά οι άλ­λοι) ή σε κά­ποι­ες πε­ρι­πτώ­σεις, της α­πώ­θη­σης και της πλή­ρους άρ­νη­σης συγ­κε­κρι­μέ­νων γε­γο­νό­των, σε μια μά­ται­η α­να­ζή­τη­ση συ­ναι­σθη­μα­τι­κής ε­ξι­σορ­ρό­πη­σης.   

Το α­πο­τέ­λε­σμα εί­ναι να περ­νά η ζω­ή, χω­ρίς να τη ζού­με και αυ­τό α­πει­κο­νί­ζει σε με­γά­λο βαθ­μό τη λει­τουρ­γι­κή α­δρά­νεια της βού­λη­σης. Πε­ρι­ο­ρι­ζό­μα­στε σε μια πα­θη­τι­κή κα­τά­στα­ση ύ­πνω­σης και προ­σπα­θού­με να αν­τε­πε­ξέλ­θου­με στην προ­σω­πι­κή ή την κοι­νω­νι­κή μας ζω­ή,  ε­πι­στρα­τεύ­ον­τας -υ­πό πί­ε­ση- ό­σες ψυ­χι­κές ε­φε­δρεί­ες μας α­πο­μέ­νουν, στο να ξε­δι­πλώ­νου­με α­νε­κτά για τους άλ­λους και ε­πώ­δυ­να για μας, τη συρ­ρι­κνω­μέ­νη προ­σω­πι­κό­τη­τα μας. Τα αι­σθή­μα­τα ε­νο­χής, ε­πι­τεί­νουν το σύμ­πλεγ­μα των ε­σω­τε­ρι­κών αν­τι­στά­σε­ων, κα­θώς και το σκο­τά­δι της άρ­νη­σης μας, να δε­χθού­με τη ζω­ή α­νε­πι­φύ­λα­κτα, ευ­χα­ρι­στια­κά, χω­ρίς α­νερ­μά­τι­στες υ­πεκ­φυ­γές.

Δ

Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, η «φυ­γή» α­πό το πα­ρόν εί­ναι κα­τα­στρο­φι­κή.

Ε­νώ υ­πο­στη­ρί­ζει την εν­τύ­πω­ση της α­πο­μά­κρυν­σης α­πό την αγ­χο­γό­νο πη­γή, δί­νον­τας α­να­βο­λή στην αν­τι­με­τώ­πι­ση του ό­ποι­ου προ­βλή­μα­τος και υ­πό­σχε­ται έ­τσι την προ­σω­ρι­νή έ­στω α­να­κού­φι­ση, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μας κα­θι­στά δέ­σμιους ε­νός ε­πο­πτεύ­ον­τος αυ­στη­ρού «υ­πε­ρε­γώ», που κα­τα­κρί­νει συ­νε­χώς την άρ­νη­ση μας να αν­τι­με­τω­πί­σου­με ά­με­σα τον ε­αυ­τό μας σε ε­πί­πε­δο «προ­σώ­που», αλ­λά και τις μά­ται­ες προ­σπά­θει­ες μας να υ­πο­δυ­ό­μα­στε στη ζω­ή, ρό­λους ο­νει­ρι­κούς και ε­πί­πλα­στους.

Και δεν εί­ναι άλ­λος ο κρι­τής του ε­αυ­τού μας, α­πό την ί­δια μας την προ­σω­πι­κό­τη­τα που α­πο­κλεί­ει την υ­πα­γω­γή και έν­τα­ξη της σε μη­χα­νι­σμούς βι­ο­λο­γι­κών α­ναγ­κών και ε­ξαρ­τή­σε­ων. Οι ψυ­χι­κές δι­α­τα­ρα­χές, με αρ­χι­κές εν­δεί­ξεις το άγ­χος και τη δυ­σθυ­μί­α, βρί­σκουν πρό­σφο­ρο έ­δα­φος α­νά­πτυ­ξης σε μια προ­σω­πι­κό­τη­τα, που κά­τω α­πό τον συ­νε­χή κα­ται­γι­σμό των ε­ξω­τε­ρι­κών μη­νυ­μά­των και πι­έ­σε­ων, α­δυ­να­τεί να δι­α­τη­ρή­σει τον αυ­το­έ­λεγ­χο της και χά­νει τον προ­σα­να­το­λι­σμό της.

Πέ­ρα α­πό τις φυ­σι­κές δι­α­στά­σεις του χώ­ρου στον ο­ποί­ο ζού­με και του χρό­νου που μας δι­α­τί­θε­ται, η προ­σω­πι­κό­τη­τα έ­χει α­νάγ­κη να κι­νη­θεί πα­ράλ­λη­λα και σε μια δι­α­φο­ρε­τι­κή δι­ά­στα­ση, ευ­ρύ­τε­ρη εν­νοι­ο­λο­γι­κά,  που να πε­ρι­λαμ­βά­νει τις προ­η­γού­με­νες, αλ­λά να μην πε­ρι­ο­ρί­ζει (ό­πως οι προ­η­γού­με­νες) τις ι­δι­ό­τη­τες και την α­νά­πτυ­ξη της. Η «πνευ­μα­τι­κή» δι­ά­στα­ση ε­πο­μέ­νως, αν και προ­αι­ρε­τι­κή, εί­ναι α­πα­ραί­τη­το να εν­τα­χθεί στη ζω­ή μας, ώ­στε να μας πα­ρέ­χει πρό­σβα­ση στο πε­δί­ο της ε­σω­τε­ρι­κής ζω­ής, ό­που τε­λι­κά α­να­πτύσ­σε­ται και καλ­λι­ερ­γεί­ται η ψυ­χι­κή υ­γεί­α..     

Μια πρώ­τη έν­στα­ση ό­σων θε­ω­ρούν τον άν­θρω­πο α­πλά και μό­νο έ­ναν ε­ξε­λιγ­μέ­νο ζω­ι­κό ορ­γα­νι­σμό, που α­νέ­πτυ­ξε νο­η­μο­σύ­νη και λο­γι­κή, πι­θα­νόν να υ­πο­στη­ρί­ζει πως η πνευ­μα­τι­κή δι­ά­στα­ση δεν υ­φί­στα­ται στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αλ­λά εί­ναι μια αί­σθη­ση εν­τε­λώς υ­πο­κει­με­νι­κή και προ­ϊ­όν της σκέ­ψης, μη προ­κα­θο­ρι­σμέ­νη και δεν μπο­ρεί να ε­λεγ­χθεί. Ό­μως η προ­σω­πι­κό­τη­τα εί­ναι μια έν­νοι­α κα­θα­ρά πνευ­μα­τι­κή. Το ό­τι ε­νερ­γεί με εγ­κε­φα­λι­κά η­λε­κτρο­χη­μι­κά κυ­κλώ­μα­τα στη βι­ο­λο­γι­κή έκ­φρα­ση της, δεν της στε­ρεί την ι­κα­νό­τη­τα και το δι­καί­ω­μα ε­πι­βε­βαί­ω­σης της πνευ­μα­τι­κής της υ­φής, μέ­σα α­πό την ε­λεύ­θε­ρη ε­πι­λο­γή της δι­κής της δι­ά­στα­σης, για την α­νά­πτυ­ξη της. Ό­πως και δεν της στε­ρεί ε­πί­σης τη δυ­να­τό­τη­τα, να ε­νερ­γεί με κα­θα­ρά πνευ­μα­τι­κά κρι­τή­ρια ό­ταν χρει­ά­ζε­ται, τό­σο ε­ναν­τί­ον της υ­λι­κής-σω­μα­τι­κής της υ­πό­στα­σης, ό­σο και ε­ναν­τί­ον των ε­πί σει­ρά ε­τών εγ­κα­τε­στη­μέ­νων μα­θή­σε­ων και συ­νη­θει­ών της.

Η πνευ­μα­τι­κή δι­ά­στα­ση δεν εί­ναι έ­να σχή­μα λό­γου, που έ­χει σκο­πό να φι­λο­ξε­νή­σει την έν­νοι­α της ε­λεύ­θε­ρης προ­σω­πι­κό­τη­τας. Και προ­παν­τός ό­χι την έν­νοι­α της ευ­ρύ­τη­τας του πνεύ­μα­τος ε­νός σκε­πτό­με­νου αν­θρώ­που. Η πνευ­μα­τι­κή δι­ά­στα­ση, δεν έ­χει κα­μί­α α­πο­λύ­τως σχέ­ση με τη δι­α­νο­η­τι­κή λει­τουρ­γί­α ή τη μόρ­φω­ση. Δεν εί­ναι πε­ρι­ο­ρι­στι­κή. Δεν εί­ναι ε­ξαρ­τώ­με­νη. Δεν εί­ναι με­τα­βαλ­λό­με­νη. Σαν ευ­ρύ­τε­ρη των φυ­σι­κών δι­α­στά­σε­ων, εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο αι­σθη­τή α­πό τον χρό­νο, πε­ρισ­σό­τε­ρο συγ­κε­κρι­μέ­νη α­πό τον χώ­ρο. Δεν εί­ναι κά­που, τό­τε. Εί­ναι παν­τού, πάν­το­τε. Ε­πο­μέ­νως και ε­δώ και τώ­ρα. Ο κα­θέ­νας βρί­σκε­ται ή­δη ε­κεί με το πνεύ­μα του.

Ό­χι με τη φαν­τα­σί­α του, ό­χι με τη σκέ­ψη του, αλ­λά με το πνεύ­μα του. Με το σύ­νο­λο της προ­σω­πι­κό­τη­τας του. Κά­θε φο­ρά που η βού­λη­ση α­πο­φα­σί­ζει να υ­περ­βεί τις φυ­σι­κές δι­α­στά­σεις της ζω­ής ή να συμ­φι­λι­ω­θεί μα­ζί τους σε μια αρ­μο­νι­κή συ­νύ­παρ­ξη, εί­ναι η πνευ­μα­τι­κή δι­ά­στα­ση που δι­α­τη­ρεί την προ­σω­πι­κό­τη­τα αρ­ρα­γή, σε λει­τουρ­γι­κή ε­τοι­μό­τη­τα. Ό­ταν η προ­σω­πι­κό­τη­τα υ­πο­χω­ρεί στην πί­ε­ση, στη στέ­ρη­ση, στη μα­ταί­ω­ση και στην α­πώ­λεια, εί­ναι για­τί α­σφυ­κτιά α­πό την έλ­λει­ψη πνευ­μα­τι­κής α­τμό­σφαι­ρας, εί­ναι για­τί ο χώ­ρος ε­πι­ση­μαί­νει τα ό­ρια της φυ­λα­κής και ο χρό­νος, την προ­θε­σμί­α του θα­νά­του. Αν­τί­θε­τα στην πνευ­μα­τι­κή δι­ά­στα­ση, η προ­σω­πι­κό­τη­τα έ­χει τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της ε­λευ­θε­ρί­ας και της χα­ράς, της δύ­να­μης και της προ­σή­νειας, της κοι­νω­νί­ας και της υ­πέρ­βα­σης. Και τα με­τα­φέ­ρει στη ζω­ή.   

Αν ζού­με το πα­ρόν με τη θέ­λη­ση μας, συμ­με­τέ­χου­με με το συ­ναί­σθη­μα μας και συ­νερ­γα­ζό­μα­στε με τη νό­η­ση μας, τό­τε η πα­ρου­σί­α αυ­τή του συ­νό­λου της προ­σω­πι­κό­τη­τας μας, ση­μα­το­δο­τεί την ύ­παρ­ξη της πνευ­μα­τι­κής δι­ά­στα­σης στη ζω­ή μας. Για να το δού­με και πιο α­πλά: ό­ταν η βού­λη­ση έ­χει στό­χους και έ­ρει­σμα, πί­στη και προ­σα­να­το­λι­σμό, κα­μιά κα­τά­στα­ση, κα­νέ­να ε­ξω­τε­ρι­κό γε­γο­νός, δεν μπο­ρεί να υ­πο­βι­βά­σει και να συν­θλί­ψει την προ­σω­πι­κό­τη­τα. Αν η προ­σω­πι­κό­τη­τα πά­σχει, πρέ­πει να α­να­ζη­τή­σου­με τα αί­τια στον ε­σω­τε­ρι­κό μας κό­σμο.

Τις πα­ρυ­φές της Πνευ­μα­τι­κής Δι­ά­στα­σης, εί­ναι εύ­κο­λο να τις προ­σεγ­γί­σου­με ά­με­σα, στην τέ­χνη, τη μου­σι­κή, την ποί­η­ση, την ε­πι­λεγ­μέ­νη λο­γο­τε­χνί­α, στη σι­ω­πή, στους ή­χους και στην ο­μορ­φιά της φύ­σης, ό­ταν α­φα­νί­ζου­με τον ε­αυ­τό μας στην προ­σευ­χή, στην ψυ­χι­κή α­νά­τα­ση, ό­ταν με­τέ­χου­με στις εκ­δη­λώ­σεις της ζω­ής χω­ρίς ό­ρους και α­παι­τή­σεις, ό­ταν δι­νό­μα­στε ο­λό­ψυ­χα σ’ έ­ναν σκο­πό.

Τι κοι­νό έ­χουν ό­λα αυ­τά; Ό­τι η προ­σω­πι­κό­τη­τα σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, βρί­σκε­ται σε ι­ε­ραρ­χι­κή συ­νέρ­γεια των λει­τουρ­γι­ών της, ό­τι συ­νυ­πάρ­χει αρ­μο­νι­κά με το φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον, αλ­λά α­φί­στα­ται ση­μαν­τι­κά α­πό τη μο­νο­με­ρή ε­πιρ­ρο­ή του και ό­τι η εγ­κε­φα­λι­κή η­λε­κτρι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα, έ­χει κα­τά πο­λύ μει­ω­μέ­νη τη συ­χνό­τη­τα της. Τρεις πα­ρά­με­τροι χω­ρίς έκ­δη­λη σχέ­ση, που χρει­ά­ζον­ται αρ­κε­τή α­νά­πτυ­ξη, για να γί­νουν κα­τα­νο­η­τές οι δυ­να­τό­τη­τες και τα πλε­ο­νε­κτή­μα­τα που προ­σφέ­ρει η α­ξι­ο­ποί­η­ση τους, στη δι­α­σφά­λι­ση της ψυ­χι­κής ι­σορ­ρο­πί­ας.

Η έν­νοι­ες της προ­σω­πι­κό­τη­τας, του ψυ­χι­σμού, των κύ­ρι­ων ψυ­χι­κών λει­τουρ­γι­ών και της ψυ­χής, εί­ναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ταυ­τό­ση­μες. Α­να­φέ­ρον­ται στην τρι­α­δι­κό­τη­τα του «προ­σώ­που». Στην αν­τι­με­τώ­πι­ση των ψυ­χι­κών δι­α­τα­ρα­χών, ε­που­σι­ω­δών ή σο­βα­ρό­τε­ρων, η ο­ποι­α­δή­πο­τε ψυ­χο­θε­ρα­πευ­τι­κή μέ­θο­δος ή αν­τι­με­τώ­πι­ση, θα πρέ­πει πάν­το­τε να λαμ­βά­νει υ­π’ ό­ψη της την ι­ε­ράρ­χη­ση των ψυ­χι­κών λει­τουρ­γι­ών και την α­ναγ­και­ό­τη­τα α­νά­πτυ­ξης και έκ­φρα­σης των ι­δι­ο­τή­των της προ­σω­πι­κό­τη­τας, για­τί ε­κεί ε­δρά­ζε­ται η υ­γεί­α ή η δι­α­τα­ρα­χή.

Ω­στό­σο η πο­ρεί­α στην πνευ­μα­τι­κή δι­ά­στα­ση, που α­δυ­να­τεί να την δε­χθεί η ε­πι­στή­μη, αλ­λά πα­ρέ­χει ευ­ρύ πε­δί­ο στην πα­ρα­ψυ­χο­λο­γι­κή έ­ρευ­να, κρύ­βει πολ­λά μο­νο­πά­τια γε­μά­τα κιν­δύ­νους, η­θι­κούς και ψυ­χο­λο­γι­κούς, ώ­στε μό­νο με την κα­θο­δή­γη­ση κα­τάλ­λη­λου πνευ­μα­τι­κού ο­δη­γού, θα πρέ­πει κά­ποι­ος να ε­πι­χει­ρεί βα­θύ­τε­ρη δι­είσ­δυ­ση. Αυ­τά ό­μως εί­ναι πέ­ρα α­πό τους στό­χους της ψυ­χι­κής υ­γεί­ας.

Ο δι­κός μας συγ­κε­κρι­μέ­νος «προ­σω­πι­κός» στό­χος, εί­ναι να α­να­λά­βει η βού­λη­ση τον η­γε­τι­κό ρό­λο της πα­ρου­σί­ας της στο πα­ρόν, ώ­στε η ζω­ή να α­πο­κτή­σει και πά­λι νό­η­μα, πε­ρι­ε­χό­με­νο και χα­ρά. Χω­ρίς ε­πι­φυ­λά­ξεις, δι­σταγ­μούς και α­να­βο­λές. 

Αν δε­χό­μα­στε τη ζω­ή σαν δώ­ρο Θε­ού, τό­τε η δι­α­τα­ραγ­μέ­νη σχέ­ση μας με το πα­ρόν εί­ναι α­μάρ­τη­μα, α­φού εί­ναι άρ­νη­ση της ζω­ής και ε­πο­μέ­νως άρ­νη­ση του Θε­ού.

Αν στη ζω­ή μας δεν υ­πάρ­χει θέ­ση για τον Θε­ό, τό­τε η α­να­θε­ώ­ρη­ση της προ­σω­πι­κό­τη­τας μας, ί­σως μας δώ­σει την ευ­και­ρί­α να γνω­ρί­σου­με την ει­κό­να Του.


Μ. Σ. Ψα­ράς, [Ει­σα­γω­γι­κό ση­μεί­ω­μα στην "Ψυ­χο­θε­ρα­πεί­α Προ­σώ­που"]