ΤΟ ΥΔΩΡ ΤΟ ΖΩΝ...




Απομαγνητοφωνημένο κήρυγμα του π. Χριστοδούλου Μ.
 
 Η ση­με­ρι­νή πε­ρι­κο­πή, α­γα­πη­τοί μου α­δερ­φοί, πε­ρι­γρά­φει κά­τι που με τα μά­τια ε­νός αν­θρώ­που της ε­πο­χής ε­κεί­νης εί­ναι το α­πο­λύ­τως πα­ρά­δο­ξο. Δεν υ­πάρ­χει ί­χνος λο­γι­κής στον τρό­πο με τον ο­ποί­ο συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται ο Χρι­στός δί­πλα στο πη­γά­δι του Ι­α­κώβ, μιας και ε­κεί κα­τα­λύ­ει κά­θε ί­χνος της ε­βρα­ϊ­κής πα­ρα­δό­σε­ως, έ­τσι ό­πως την αν­τι­λαμ­βα­νό­ταν έ­νας μέ­σος σο­βα­ρός άν­θρω­πος. Η συμ­πε­ρι­φο­ρά του Χρι­στού, α­θέ­α­τη α­π' τα μά­τια των πολ­λών, ά­φη­σε μό­νο τους μα­θη­τές με την α­πο­ρί­α. Πώς εί­ναι δυ­να­τόν να κα­τα­λύ­ει κά­ποι­ος τα ή­θη της ε­πο­χής; Πώς εί­ναι δυ­να­τόν κά­ποι­ος που θέ­λει να αυ­το­α­πο­κα­λεί­ται δι­δά­σκα­λος να τολ­μά­ει να μι­λά­ει με μια γυ­ναί­κα, η ο­ποί­α ή­ταν και αι­ρε­τι­κή και πόρ­νη; Πώς εί­ναι δυ­να­τόν να κα­τα­λύ­ον­ται έ­τσι τα ή­θη του Ισ­ρα­ήλ, με τό­ση πολ­λή ευ­κο­λί­α; 

Η σκη­νή εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή. Εί­ναι με­ση­μέ­ρι, δεν εί­ναι η ώ­ρα που φυ­σι­ο­λο­γι­κά πη­γαί­νουν οι γυ­ναί­κες για να πά­ρουν νε­ρό α­πό το πη­γά­δι. Ό­πως ξέ­ρου­με κι α­π' τα δι­κά μας τα χω­ριά οι ώ­ρες για να πά­ει κα­νείς να αν­τλή­σει νε­ρό ήταν οι πρω­ι­νές ή α­πο­γευ­μα­τι­νές, ό­ταν δεν υ­πάρ­χει ο ή­λιος ο δυ­να­τός κι έ­τσι μπο­ρεί αυ­τή η κο­πι­α­στι­κή ερ­γα­σί­α να γί­νει πιο ξεκούραστα. Κι ε­κεί θα συ­ναν­τη­θούν, ό­πως συ­ναν­τι­όν­του­σαν τα πα­λιά τα χρό­νια οι γυ­ναί­κες να μι­λή­σουν, να πουν τα δι­κά τους, μα­κριά α­πό τ' αυ­τιά των αν­δρών. Εί­ναι με­ση­μέ­ρι κι ο Χρι­στός περ­νά­ει α­πό ε­κεί. Και υ­πάρ­χει αυ­τή η γυ­ναί­κα που προ­φα­νώς εί­χε πά­ει με­ση­μέ­ρι για να μην συ­ναν­τή­σει τις άλ­λες γυ­ναί­κες. Δεν θέ­λει να εί­ναι μα­ζί τους για­τί α­πλού­στα­τα δεν την θέ­λουν και ε­κεί­νες. Τι θα μπο­ρού­σαν να κά­νουν με μια γυ­ναί­κα που εί­χε πέν­τε άν­τρες πριν και κά­θε φο­ρά δεν ή­τα­νε ε­πί­ση­μα μνη­στευ­μέ­νη κα­τά την πα­ρά­δο­ση του Ισ­ρα­ήλ; Το ί­διο θα έ­κα­νε και η δι­κή μας κοι­νω­νί­α. Ας μην σκί­ζου­με τα ρού­χα μας για τους Ε­βραί­ους. 

Αυ­τή την γυ­ναί­κα, λοι­πόν, που πά­ει το με­ση­μέ­ρι να γε­μί­σει νε­ρό συ­ναν­τά­ει ο Χρι­στός. Κι ο πα­ρα­λο­γι­σμός αρ­χί­ζει. Της μι­λά­ει ε­νώ εί­ναι Σα­μα­ρεί­τι­δα. Να θυ­μί­σου­με πως οι Ιουδαίοι περιφρονούσαν τους Σαμαρείτες, επειδή αυτοί κατά καιρούς είχαν δεχτεί διάφορες ειδωλολατρικές επιδράσεις. Έ­τσι λοι­πόν δεν ήθε­λαν να έ­χουν κα­μί­α σχέ­ση μα­ζί τους. Οι Ισ­ρα­η­λί­τες, ό­πως λέ­ει η Γρα­φή δεν έ­χουν κα­μί­α σχέ­ση με τους Σα­μα­ρεί­τες, δεν πρέ­πει να μι­λά­νε μα­ζί τους. 

Με μί­α Σα­μα­ρεί­τισ­σα, λοι­πόν, ε­πι­λέ­γει, κόντρα στην η­θι­κή της ε­πο­χής να μι­λή­σει ο Χρι­στός. Με μία αιρετική που ή­ταν γυ­ναί­κα, με την ο­ποί­α πο­τέ δεν θα έ­πια­νες μια κου­βέν­τα θε­ολογική, γι' αυ­τό ε­ξάλ­λου και οι γυ­ναί­κες δεν μπο­ρού­σαν να μι­λή­σουν στις συ­να­γω­γές, δεν ε­πι­τρε­πό­ταν. Ο λό­γος βέ­βαι­α κα­θό­λου θε­ο­λο­γι­κός δεν εί­ναι. Εί­ναι δι­ό­τι σε μια τό­σο αν­δρο­κρα­τού­με­νη κοι­νω­νί­α ό­πως ή­ταν η αρ­χαί­α κοι­νω­νί­α, θε­ω­ρού­σαν ό­τι η γυ­ναί­κα ή­ταν κατώτερη από τον άνδρα, συ­νε­πώς δεν εί­χε κα­νέ­να λό­γο να μι­λά­ει. Επιπλέον αυτή εδώ η γυναίκα ήταν αμαρτωλή, αφού εί­χε στην ζωή της πολ­λούς άν­τρες, δη­λα­δή ή­ταν στο πε­ρι­θώ­ριο της κοι­νω­νί­ας.