ΜΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ...





Λό­γος γρα­πτός, το δι­ή­γη­μα η '' Κουκίτσα" του Α­λέ­ξαν­δρου Μω­ρα­ϊ­τί­δη (1850-1929). Συγ­κε­κρι­μέ­νος χώ­ρος, συ­νει­δη­τά α­πο­δε­κτός κά­τω α­πό τον ι­ε­ρό Να­ό.
Φω­τι­σμός χα­μη­λός, α­φαι­ρε­τι­κός, που προσ­δί­δει κί­νη­ση στις σκι­ές και οι­κει­ό­τη­τα στις κι­νή­σεις.
Δεν υ­πάρ­χουν η­θο­ποι­οί. Μό­νο φω­νές. Φω­νές και ή­χοι. Ή­χοι και η­μί­φως.
Μι­κρό­φω­να, μου­σι­κά όρ­γα­να, θέ­σεις ε­ναλ­λασ­σό­με­νες και στα­θε­ρές.
Προ­βαλ­λό­με­νες ει­κό­νες σε με­γά­λη ο­θό­νη.
Α­πα­λοί προ­βο­λείς φω­τός που προσ­δι­ο­ρί­ζουν τις ε­ναλ­λα­γές.

Μου­σι­κή ει­σα­γω­γή,  με το ού­τι να πάλ­λει τις χορ­δές της ευ­αι­σθη­σί­ας των με­τε­χόν­των, καλ­λι­τε­χνών και θε­α­τών, έλ­κον­τας τους στο νο­σταλ­γι­κό πα­ρελ­θόν, στη νη­σι­ώ­τι­κη φρε­σκά­δα, στην πνευ­μα­τι­κό­τη­τα της ο­μορ­φιάς, στη σε­μνή βου­βή εκ­φρα­στι­κό­τη­τα της α­πό­στα­σης.

Α­φή­γη­ση, με φω­νές που η χροι­ά τους ντύ­νει συ­ναι­σθη­μα­τι­κά τα νο­ή­μα­τα και  ζων­τα­νεύ­ει τον λό­γο. Ο πα­πα-Κο­νό­μος που μέ­νει μό­νος ξαφ­νι­κά στον ε­δώ κό­σμο, η θυ­γα­τέ­ρα του Κουκ­κί­τσα που τέ­λει­ω­σε το λα­δά­κι της και έ­σβη­σε σαν καν­τη­λά­κι μπρο­στά σε κά­ποι­ο ει­κό­νι­σμα, οι γυ­ναί­κες του νη­σιού, ο μπαρ­μπα-Γι­ωρ­γός και η φύ­ση που τα πε­ρι­βάλ­λει ό­λα, ζων­τα­νεύ­ουν και α­πο­κτούν σχή­μα, όγ­κο και υ­πό­στα­ση, μέ­σα στην υ­πέ­ρο­χη μέ­θε­ξη της μου­σι­κής με την ει­κό­να, των ή­χων α­πό το κα­νο­νά­κι και τα κρου­στά με το χρώ­μα και τις φω­το­σκιά­σεις, της φαν­τα­σί­ας που συμ­πλη­ρώ­νει και ε­ξι­δα­νι­κεύ­ει, με την ι­στο­ρί­α που βή­μα-βή­μα σε κυ­κλώ­νει.

Βι­ώ­νεις μια αιφ­νί­δια κι α­νέλ­πι­στη κα­τά­στα­ση γι­ορ­τής και ψά­χνεις για τη ρα­χο­κο­κα­λιά της. Νο­μί­ζεις πως μπαί­νεις μέ­σα σε έ­να ό­νει­ρο ε­ρευ­νών­τας το μα­κρι­νό και ά­πια­στο, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να αν­τι­λαμ­βά­νε­σαι πως ψη­λα­φάς ο­δυ­νη­ρές αν­τι­στοι­χί­ες, ξε­σκε­πά­ζεις α­πω­θη­μέ­νες α­πώ­λει­ες και γαν­τζώ­νε­σαι κι ε­σύ με μά­τια δι­α­σταλ­μέ­να στο στα­σί­δι του Ά­γι-Αν­τώ­νη. Ο πα­πα-Κο­νό­μος α­να­ζη­τά την Κουκ­κί­τσα του. Α­να­ζη­τά την α­λή­θεια, στην ο­πτα­σί­α που α­νά­βει τα καν­τή­λια στο ξω­κλή­σι και στο­λί­ζει με λου­λού­δια και θυ­μί­α­μα τα ει­κο­νί­σμα­τα. Εί­ναι πα­ραί­σθη­ση που ξε­γε­λά τους μο­να­χι­κούς ή Ψυ­χή α­γί­α που πε­ρι­βε­βλη­μέ­νη α­πό θεί­α Χά­ρη, α­πο­χαι­ρε­τά τα α­γα­πη­μέ­να μέ­ρη και τον γλυ­κύ­τα­το ι­ε­ρέ­α- πα­τέ­ρα της;

Η πα­τρι­κή καρ­διά γνω­ρί­ζει βα­θιά μέ­σα της την α­λή­θεια. Μό­νο η α­γά­πη έ­χει τη δύ­να­μη να ξε­περ­νά τα σύ­νο­ρα της ύ­λης, να ε­πα­νέρ­χε­ται δι­α­κρι­τι­κά για να α­πα­λύ­νει τον πό­νο και να ε­πι­βε­βαι­ώ­νει πως ο θά­να­τος εί­ναι χα­ρά α­να­στά­σι­μη, πως χω­ρι­σμός δεν υ­πάρ­χει για ε­κεί­νους που κοι­νω­νούν.

Ό­ταν έ­να τα­πει­νό δι­ή­γη­μα, με­τα­τρέ­πε­ται σε πλού­σια και πρω­τό­τυ­πη θε­α­τρι­κή πα­ρου­σί­α­ση που α­να­δει­κνύ­ει ό­λη την πνευ­μα­τι­κό­τη­τα του, πέ­ρα α­πό τα μέ­σα και την τε­χνο­λο­γί­α που υ­πο­στη­ρί­ζουν την προ­σπά­θεια, εί­ναι έκ­δη­λη η α­νά­λο­γη δι­ά­θε­ση (με­ρά­κι), η ε­πί­μο­νη δου­λειά και κυ­ρί­ως το τα­λέν­το ό­λων ό­σων συ­νερ­γά­στη­καν στο πνευ­μα­τι­κό αυ­τό μνη­μό­συ­νο.

Έ­να μνη­μό­συ­νο α­γά­πης για τον πα­πα-Κο­νό­μο, για τον Α­λέ­ξαν­δρο Μω­ρα­ϊ­τί­δη που τον γέν­νη­σε, για τον μο­να­χό Αν­δρό­νι­κο που ευ­τύ­χη­σε να κοι­μη­θεί με το αγ­γε­λι­κό σχή­μα!

Σε μας, μέ­νει η βα­θιά αί­σθη­ση της ψυ­χι­κής συμ­με­το­χής στο γε­γο­νός και ο α­πό­η­χος της ευ­χής και προ­τρο­πής της Κουκ­κί­τσας: «Σώ­ζε­σθε!»

 Μ. Ψ.