ΤΟ ΑΛΑΣ ΤΗΣ ΓΗΣ (Όρθρος Μ. Παρασκευής)




Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του π. Χριστοδούλου Μπίθα

  Τούτη η μέ­ρα και ό­λη η Μεγάλη ε­βδο­μά­δα, δεν έ­χει νό­η­μα κα­νέ­να αν μεί­νει α­πλώς έ­να φολ­κλόρ που κά­νουμε ε­πει­δή το ί­διο έ­κα­ναν και οι πρό­γο­νοί μας. Έ­χει νό­η­μα μόνο αν ό­λα αυ­τά τα ο­ποί­α ψέλ­νου­με, α­κού­με και δι­α­βά­ζου­με α­φο­ρούν την ζω­ή μας. Αλ­λι­ώς εί­ναι σαν να βι­ώ­νου­με μια βα­θύ­τα­τη υ­πο­κρι­σί­α, ό­που ε­νώ α­κού­με ό­λη την ε­βδο­μά­δα ό­λα αυ­τά τα υ­πέ­ρο­χα λό­για, α­π' ό­που ξε­χω­ρί­ζει αυ­τό το "α­γα­πά­τε αλ­λή­λους" κι αυ­τό που α­κού­σα­με στην αρ­χή, ό­τι "απ΄ αυ­τό θα κα­τα­λα­βαί­νει ο κό­σμος αν εί­στε μα­θη­τές μου, αν α­γα­πά­τε αλ­λή­λους", εμείς άλλα κάνουμε. Αν αυ­τά τα λό­για δεν μι­λούν πια στην καρ­διά μας τό­τε εί­ναι μά­ται­η η πί­στη μας. Ας φά­με, ας πι­ού­με, αύριο πεθαίνουμε! Δεν υ­πάρ­χει κα­νέ­να μέλ­λον, κα­μί­α ελ­πί­δα. 

Αν θέ­λου­με να εί­μα­στε ει­λι­κρι­νείς με τον ε­αυ­τό μας θα πρέ­πει μάλ­λον να ταυ­τι­στού­με τού­τη τη βδο­μά­δα με τους γραμ­μα­τείς, τους Φα­ρι­σαί­ους, με τον Ι­ού­δα και με τον Πέ­τρο πά­νω στην ο­λι­γο­ψυ­χί­α του ό­πως την α­κού­σα­με λί­γο πριν. Κα­θη­με­ρι­νά Τον σταυ­ρώ­νου­με. Κα­θη­με­ρι­νά Τον προ­δί­δου­με. Κα­θη­με­ρι­νά Τον αρ­νού­με­θα. Κα­θη­με­ρι­νά ψελ­λί­ζου­με "δεν θα πά­ω ε­γώ με τον σταυ­ρό στο χέ­ρι". Κα­θη­με­ρι­νά μι­σού­με τους ε­χθρούς μας. Κα­θη­με­ρι­νά κα­τα­κρί­νου­με. Κα­θη­με­ρι­νά δεν συγ­χω­ρού­με. Κα­θη­με­ρι­νά δεν αυ­ξά­νου­με τα χα­ρί­σμα­τά μας προς ό­φε­λος των άλ­λων, αλ­λά μό­νο για να α­πο­κο­μί­σου­με κέρ­δος, δό­ξα, τι­μές, ι­σχύ, ε­ξου­σί­α. 

Αν έ­πρε­πε να α­να­ζη­τή­σου­με που βρι­σκό­μα­στε ε­μείς, που θα ή­μα­σταν αν ζού­σα­με ε­κεί­να τα χρό­νια, εί­ναι πο­λύ εύ­κο­λο να κα­τα­λά­βου­με ό­τι θα συν­τα­ζό­μα­σταν μ' αυ­τούς που έβρι­ζα­ν και κα­τη­γο­ρού­σαν. Θα φω­νά­ζα­με να σωθεί ο Βα­ραβ­βάς κι ό­χι ο Χρι­στός. Για­τί το φω­νά­ζου­με και στην ση­με­ρι­νή ε­πο­χή μια και έ­χου­με ε­πι­λέ­ξει τον ρό­λο του πλή­θους, του ό­χλου, αυ­τού που κραυ­γά­ζει, που φω­νά­ζει, που αρ­νεί­ται τις α­ξί­ες, που δεν το εν­δι­α­φέ­ρει κα­θό­λου αν ο Χρι­στός ήρ­θε, σταυ­ρώ­θη­κε, α­να­στή­θη­κε, α­γά­πη­σε, συγ­χώ­ρη­σε, αν κή­ρυ­ξε την Α­νά­στα­ση των νε­κρών. Αλ­λά ζού­με σαν να πρό­κει­ται να πε­θά­νου­με αύ­ριο και κοι­τά­με τι θα φά­με, τι θα αρ­πά­ξου­με, πως θα εκ­δι­κη­θού­με...