Ο πρώτος νεομάρτυρας της Ρωσικής Εκκλησίας.

 Αφιερωμένο εξαιρετικά στο ΚΚΕ, 
που στο τελευταίο συνέδριό του αποκατέστησε
 τον ""μεγάλο πατερούλη" Στάλιν...

 

Ο π. Ι­ω­άν­νης Κοτσούρωφ, γεν­νή­θη­κε το 1869 και ή­ταν γιός ι­ε­ρέ­α, του π. Α­λέ­ξαν­δρου. Ο πα­τέ­ρας του ή­ταν πο­λύ ευ­λα­βής κλη­ρι­κός και υ­πη­ρε­τού­σε στο χω­ριό Βιγ­κελ­ντι­νο­σούρκ, στο να­ό των Θε­ο­φα­νεί­ων. Η ό­λη ζω­ή του και η δι­α­κο­νί­α του ε­πέ­δρα­σε πο­λύ θε­τι­κά στα παι­διά του. Ι­δι­αί­τε­ρα ε­πη­ρε­ά­στη­κε ο Ι­ω­άν­νης, ο ο­ποί­ος θέ­λη­σε να α­κο­λου­θή­σει τα βή­μα­τα του πα­τέ­ρα του. Σπού­δα­σε αρ­χι­κά στο Θε­ο­λο­γι­κό Σε­μι­νά­ριο του Ρια­ζάν και έ­πει­τα στη Θε­ο­λο­γι­κή Α­κα­δη­μί­α της Α­γί­ας Πε­τρού­πο­λης. Χει­ρο­το­νή­θη­κε Ι­ε­ρέ­ας το 1895 και α­να­χώ­ρη­σε για την ι­ε­ρα­πο­στο­λή της Α­λά­σκας. Με­τά α­πό λί­γο δι­ά­στη­μα με­τα­τέ­θη­κε στο Σι­κά­γο ως ε­φη­μέ­ριος των να­ών Α­γί­ου Βλα­δι­μή­ρου Σι­κά­γου και Τρι­ών Ι­ε­ραρ­χών στην πό­λη Στρή­τορ. Αν­τι­με­τώ­πι­σε πολ­λές δυ­σκο­λί­ες, για­τί δεν βρή­κε κα­θό­λου ποί­μνιο. Ερ­γά­στη­κε με πο­λύ ζή­λο, αλ­λά και με πολ­λή πί­στη στον Θε­ό. Η ερ­γα­σί­α του έ­φε­ρε καρ­πούς. Μέ­σα σε τρί­α χρό­νια α­πέ­κτη­σε ποί­μνιο τρι­α­κο­σί­ων πε­ρί­που ψυ­χών και στις δύ­ο ε­νο­ρί­ες.

 
Το κα­λο­καί­ρι του 1907 ε­πέ­στρε­ψε στην Α­γί­α Πε­τρού­πο­λη και για μί­α δε­κα­ε­τί­α πε­ρί­που υ­πη­ρέ­τη­σε ως ε­φη­μέ­ριος στο να­ό της Με­τα­μορ­φώ­σε­ως του Σω­τή­ρος στην πό­λη Νάρ­βα και ως κα­θη­γη­τής στο Γυ­μνά­σιο. Το 1916 με­τε­τέ­θη στην πό­λη Τσάρ­σκο­γι­ε Σε­λό, στο να­ό της Α­γί­ας Αι­κα­τε­ρί­νης. Η πό­λη βρί­σκε­ται 25 χι­λι­ό­με­τρα νό­τια της Α­γί­ας Πε­τρού­πο­λης και το ό­νο­μά της ση­μαί­νει «Φρού­ριο του τσά­ρου». Ε­κεί βρί­σκον­ταν τα θε­ρι­νά α­νά­κτο­ρα του τσά­ρου κι ε­κεί, ό­πως εί­δα­με, πα­ρέ­με­νε ο τσά­ρος Νι­κό­λα­ος με­τά την πα­ραί­τη­σή του. (Η πό­λη α­πό το 1937 πή­ρε το ό­νο­μα του Πού­σκιν.) Ο π. Ι­ω­άν­νης άρ­χι­σε κι έ­δώ να ερ­γά­ζε­ται με πο­λύ ζή­λο κι εν­θου­σια­σμό.

Σε λί­γους μή­νες άρ­χι­σαν οι α­να­τα­ρα­χές και οι ε­πα­να­στά­σεις. Το Τσάρ­σκο­γι­ε Σε­λό έ­γι­νε ε­πί­κεν­τρο σο­βα­ρών ε­πει­σο­δί­ων. Ο π. Ι­ω­άν­νης προ­σπα­θού­σε να ει­ρη­νεύ­σει τις αν­τι­μα­χό­με­νες πα­ρα­τά­ξεις και να στη­ρί­ζει το ποί­μνιό του. Ό­ταν η Α­γί­α Πε­τρού­πο­λη έ­πε­σε στα χέ­ρια των μπολ­σε­βί­κων, τον Ο­κτώ­βριο του 1917, στα α­νά­κτο­ρα του Τσάρ­σκο­γι­ε Σε­λό βρί­σκον­ταν κο­ζά­κοι στρα­τι­ώ­τες, που τα υ­πε­ρα­σπί­ζον­ταν. Οι ε­πα­να­στά­τες με­τά α­πό λί­γες μέ­ρες κα­τέ­φθα­σαν στη μι­κρή πό­λη. Ή­ταν 30 Ο­κτω­βρί­ου ό­ταν άρ­χι­σαν να την πο­λι­ορ­κούν. Οι κά­τοι­κοι α­να­στα­τώ­θη­καν κι έ­τρε­ξαν στις εκ­κλη­σί­ες. Στο να­ό της Α­γί­ας Αι­κα­τε­ρί­νης ο π. Ι­ω­άν­νης έ­κα­νε πα­ρά­κλη­ση «υ­πέρ της ει­ρή­νης». Μα­ζί με άλ­λους κλη­ρι­κούς α­πο­φά­σι­σαν να κά­νουν λι­τα­νεί­α με τις ά­γι­ες ει­κό­νες. Στη λι­τα­νεί­α συμ­με­τεί­χαν χι­λιά­δες λα­ού, που με δά­κρυ­α στα μά­τια πα­ρα­κα­λού­σαν τον Θε­ό να στα­μα­τή­σει την αι­μα­το­χυ­σί­α και να φέ­ρει την ει­ρή­νη. Η λι­τα­νεί­α κρά­τη­σε ως το βρά­δυ. Τό­τε ό­μως οι κο­ζά­κοι α­πο­φά­σι­σαν να εγ­κα­τα­λεί­ψουν την πό­λη και συμ­βού­λε­ψαν τους ι­ε­ρείς να κά­νουν το ί­διο, για­τί κιν­δύ­νευ­ε η ζω­ή τους. Ο π. Ι­ω­άν­νης τους α­πάν­τη­σε: -Ό­χι, δεν θα φύ­γου­με, θα κά­νου­με το κα­θή­κον μας ως το τέ­λος. Και οι «κόκ­κι­νοι» και οι «λευ­κοί» εί­ναι παι­διά του Θε­ού.

Οι κο­ζά­κοι έ­φυ­γαν, α­φή­νον­τας την πό­λη στα χέ­ρια των μπολ­σε­βί­κων. Α­μέ­σως με­τά την εί­σο­δό τους στην πό­λη άρ­χι­σαν τις συλ­λή­ψεις. Οι Ι­ε­ρείς ή­ταν οι πρώ­τοι με­τα­ξύ των συλ­λη­φθέν­των. Τους κα­τη­γο­ρού­σαν ό­τι ή­ταν σύμ­μα­χοι των κο­ζά­κων και ό­τι έ­κα­ναν τη λι­τα­νεί­α για να νι­κή­σουν οι κο­ζά­κοι. Μά­ται­α ο π. Ι­ω­άν­νης προ­σπα­θού­σε να τους ε­ξη­γή­σει ό­τι η λι­τα­νεί­α έ­γι­νε «υ­πέρ της ει­ρή­νης», ό­τι οι κλη­ρι­κοί δεν α­να­κα­τεύ­ον­ται με την πο­λι­τι­κή. Ό­τι ό­λοι εί­ναι παι­διά του Θε­ού κ.λπ. Οι στρα­τι­ώ­τες ε­ξα­γρι­ω­μέ­νοι άρ­χι­σαν να τον χτυ­πούν, να τον βα­σα­νί­ζουν. Του έ­σκι­σαν τα ρά­σα. Στο τέ­λος τον πυ­ρο­βό­λη­σαν. Πριν α­κό­μη ξε­ψυ­χή­σει συ­νέ­χι­ζαν με φο­βε­ρό μί­σος να τον βα­σα­νί­ζουν. Κά­ποι­ος μά­λι­στα τρά­βη­ξε και πή­ρε τον ε­πι­στή­θιο σταυ­ρό του. Ά­φη­σαν το σώ­μα του και έ­φυ­γαν.

Την άλ­λη μέ­ρα οι πι­στοί πή­ραν το σώ­μα του και το με­τέ­φε­ραν στο κοι­μη­τή­ριο. Ο σταυ­ρός του έ­λει­πε. Ο ί­διος ο νε­ο­μάρ­τυ­ρας εί­χε πει τα ε­ξής προ­φη­τι­κά λό­για ό­ταν στην Α­με­ρι­κή του εί­χαν δω­ρί­σει το σταυ­ρό αυ­τό: «Α­σπά­ζο­μαι αυ­τό το σταυ­ρό, ο ο­ποί­ος θα εί­ναι το στή­ριγ­μά μου σε ό­λες τις δύ­σκο­λες στιγ­μές της ζω­ής μου. Δεν θέ­λω να πω με­γά­λα λό­για, ό­τι θα έ­χω το σταυ­ρό και στον τά­φο μου. Δεν εί­ναι η θέ­ση του σταυ­ρού αυ­τού στον τά­φο. Θα μεί­νει σαν κει­μή­λιο ι­ε­ρό, μαρ­τυ­ρί­α της α­γά­πης, της α­δελ­φο­σύ­νης και της φι­λί­ας, των πιο ι­ε­ρών αι­σθη­μά­των στη γη».
Η σύ­νο­δος της Ρω­σι­κής Εκ­κλη­σί­ας κα­τέ­τα­ξε τον π. Ι­ω­άν­νη στο α­γι­ο­λό­γιο της Εκ­κλη­σί­ας το 1995. Ή­ταν ο πρώ­τος κλη­ρι­κός – νε­ο­μάρ­τυ­ρας της Ρω­σι­κής Εκ­κλη­σί­ας.

(Αρχ. Νε­κτά­ριου Αν­τω­νό­που­λου, 
«Ρώ­σοι Νε­ο­μάρ­τυ­ρες και Ο­μο­λο­γη­τές», 
εκδ. Α­κρί­τας, σ. 93-95)