Ο Χριστιανός πρέπει να'ναι ποιητής...


             

 Ομιλία του π. Χριστοδούλου, στον όρθρο της Μεγάλης Τετάρτης

Ακούγοντας κατά τη διάρκεια της Μ. Εβδομάδος όλα αυτά τα ωραία τροπάρια και τους ύμνους, ξεχνάμε πως  δεν είναι απλώς κάποια λόγια, αλλά ποίηση ιλιγγιώδης που βγήκε μέσα από τις ψυχές ανθρώπων που τα ένιωσαν αυτά. Δεν βγήκαν από κάποιον που ήταν καθισμένος στο τραπέζι του και έλεγε, ας γράψω κάτι ωραίο τώρα να χαρεί ο κόσμος. Αλλά ήταν προσευχές και ικεσίες, ήταν η αγωνία ψυχής, που το χάρισμα κάποιων ανθρώπων το κατέθεσαν στα πόδια του Θεού. Κι έχουμε όλα αυτά τα αριστουργήματα, γιατί αν το δούμε φιλολογικά, αριστουργήματα είναι της ποίησης. 

            Ακούσαμε σήμερα πολλά όμορφα τροπάρια. Έμεινε ὀμως ονομαστό αυτό το τροπάριο το δοξαστικό που έγραψε η Κασσιανή μοναχή. Και βέβαια μέσα από την προφορική παράδοση ειπώθηκαν διάφορα για την ζωή της που δεν είμαστε και σίγουροι ότι είναι αληθινά. Εκείνο όμως που ξέρουμε ότι είναι αληθινό, είναι ότι αυτή η γυναίκα η μορφωμένη, η αριστοκράτισσα, που γύρω στα 35-40 της χρόνια ίδρυσε ένα μοναστήρι κοντά στα τείχη της Κωνσταντινούπόλης, πέρασε ένα μεγάλο μέρος της ζωής της συγγράφοντας ποιήματα και ύμνους. Διασώθηκαν περίπου 50 και χρησιμοποιεί η εκκλησία από αυτά περίπου 23-24 στην υμνολογία του εκκλησιαστικού έτους. Διασώθηκαν τα περισσότερα από αυτά γιατί η ίδια είχε πολύ στενή σχέση με τους μοναχούς της μονής του Στουδίου. Η Κασσιανή έζησε στις αρχές του 9ου αιώνα. Λίγο αργότερα, τον 10ο αιώνα η μονή Στουδίου διέσωσε δηλαδή μεγάλο μέρος της υμνογραφίας μας, μεταγράφοντας αυτά τα κείμενα. 

            Έτσι, λοιπόν, όταν σκύψουμε πάνω από τον λόγο και τον παρατηρήσουμε προσεκτικά, θα δούμε κάτι που θα μας εκπλήξει. Συνηθίσαμε να θεωρούμε πολύ μεγάλους τους ποιητές -και βέβαια είναι- αλλά ξεχάσαμε ότι υπάρχουν κι άλλοι ποιητές. Αυτοί οι ποιητές που μέσα απ’ τα φυλλοκάρδια τους, μέσα από την υπαρξιακή τους αγωνία πάσχιζαν να συναντήσουν τον Θεό, όχι μέσα από θρησκοληψία, όχι μέσα από ένα σκοταδισμό, αλλά μέσα από την δική τους πείνα και δίψα, καθώς προσπαθούσαν να γνωρίσουν τι θα πει Θεός, να καταλάβουν τι είναι αλήθεια κι έγραψαν όλα αυτά που αν τα προσέξει και τα σκεφτεί κανείς, πραγματικά συγκινείται και συγκλονίζεται. 

            Για παράδειγμα, αν κάποιος προσέξει τα λόγια που έχει η ακολουθία της κηδείας που είναι γραμμένη από τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, συγκλονίζεται από την ποιητικότητα του κειμένου. Ανεξάρτητα αν εμείς σήμερα την κηδεία την κάνουμε βιαστικά - σ' ένα τέταρτο στα νεκροταφεία, χωρίς κανείς να καταλαβαίνει, με κάτι αξιοθρήνητες χορωδίες που τις πληρώνει ο κόσμος ακριβά. Κι όμως, όταν προσέξει κανείς τον στίχο, πραγματικά συγκλονίζεται. Γιατί λέει αλήθειες. Όπως αλήθειες λέει κάθε φορά η ψυχή που δεν μιλάει έχοντας στο νου τον τύπο ή τον νόμο, αλλά την πείνα και την δίψα να συναντήσει τον Θεό. 

Κι έτσι στην ιστορία της εκκλησίας, με αυτό τον τρόπο, με τέτοιους ανθρώπους, που το χάρισμά τους πραγματικά το αύξησαν και δεν το έθαψαν, που το καλλιέργησαν για χάρη των άλλων ανθρώπων, ή πολλές φορές μόνο και μόνο από έρωτα προς τον Θεό, έχουμε τόσο υψηλά δημιουργήματα στην τέχνη την εκκλησιαστική. Έχουμε σπουδαίους ζωγράφους, σπουδαίους συνθέτες, σπουδαίους υμνογράφους. Έχουμε σπουδαίους αρχιτέκτονες. Κι έτσι βλέπουμε σ’ όλη την ιστορία της εκκλησίας, σ' όλη την ιστορία της ορθοδοξίας ένα υψηλότατο πολιτισμό. Που ’ναι αποτέλεσμα της ζωντανής πίστης των ανθρώπων. Δεν θα μπορούσε να ’ναι διαφορετικά. 

            Και μας πιάνει θλίψη όταν σκεφτόμαστε πως τον αιώνα που πέρασε.  σε τούτο δω τον τόπο η εκκλησία δεν παρήγαγε πολιτισμό. Και παρατηρούμε ότι σ’ ένα μεγάλο βαθμό ταυτιστήκαμε οι άνθρωποι της εκκλησίας μ’ ό,τι πιο συντηρητικό, ό,τι πιο στενάχωρο, ό,τι πιο αποπνικτικό. Και διεκδίκησαν άλλοι την πρωτοπορία στην τέχνη. Δικαίως. Γιατί όταν η εκκλησία περιορίζεται στο να μηρυκάζει λόγια ηθικολογικά και να φοβάται τον κόσμο αντί να προσλαμβάνει τον κόσμο, όταν η εκκλησία δεν έχει την δυνατότητα να αγαπήσει τον κόσμο τούτο και να τον τραγουδήσει, να τον ψάλλει, μαζί με τα πάθια του και τους καημούς του, τότε κάθεται και κοιτάει φοβισμένα τον κόσμο. Και φτάσαμε στο σημείο οι άνθρωποι της εκκλησίας να κοιτάνε από τις τηλεοράσεις τα χάλια του κόσμου τούτου, το πιο χαμηλό επίπεδο διασκέδασης και πολλοί, τα παλιότερα χρόνια ιδίως, να εχθρεόνται τις μορφές της τέχνης που πολλοί άνθρωποι με ενδιαφέροντα, ειδικά νέοι, ήθελαν να προσεγγίσουν. Κι εμείς τους κρίναμε. Και λέγαμε ότι πάνε σε άσεμνα θεάματα ή ακατάλληλα, χωρίς να μπορούμε να διαχωρίσουμε τι είναι βλαβερό και τι είναι ωφέλιμο. 


 Γιατί όπως έλεγε ο άγιος Ιουστίνος ο απολογητής και μάρτυς, «ό,τι παρά πάντων καλώς είρηται, ημών των χριστιανών εστί». Ό,τι υπάρχει όμορφο σε αυτό τον κόσμο, η χάρις του Θεού το έχει φτιάξει. Κι εμείς δεν μπορούμε να το αρνούμεθα. Το προσλαμβάνουμε, το βλέπουμε κριτικά κι ύστερα το ξαναπαραδίδουμε στον κόσμο εξαγιασμένο. Η μουσική, το τραγούδι, η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική, όλα είναι αποτελέσματα της χάριτος του Θεού στους ανθρώπους. Δεν χρειάζεται πολλή επιχειρηματολογία. Μόλις το ακούσαμε. Σκεφτείτε, η Κασσιανή κλείστηκε σ’ ένα μοναστήρι και έγραφε ασταμάτητα. Τι έκανε; Το χάρισμά της το πρόσφερε στον Θεό και στους ανθρώπους. Αυτό οφείλουμε πάλι να κάνουμε σήμερα ως εκκλησία. Να γίνουμε πρωτοπορία. Να προσλάβουμε τον κόσμο και να τον εξαγιάσουμε. Γιατί αυτό έκαναν όσοι ακολουθούσαν τον Χριστό. 

Με τον ίδιο τρόπο που παίρνουμε την ύλη, τους καρπούς της γης, το σιτάρι, το νερό, το λάδι και τα εξαγιάζουμε στην εκκλησία μέσα από την δική μας ζωή για να τα ξαναπροσφέρουμε πίσω. «Τα σα εκ των σων σοι προσφέροντες κατά πάντα και διά πάντα. Σε υμνούμεν, σε ευλογούμεν, σε δοξολογούμεν». Αυτό κάνουμε στην εκκλησία. Αυτό θα έπρεπε να κάνουμε. Να προσλαμβάνουμε τον κόσμο και να δείχνουμε στους άλλους ανθρώπους πως μπορεί να είναι εξαγιασμένος. Πρώτα απ’ όλα μέσα απ’ την δική μας ζωή. Μέσα απ’ το παράδειγμά μας. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο παράδειγμα στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού από τον λόγο του Χριστού. Δεν ξεπεράστηκε ακόμη. Όσο κι αν εμείς τον κατασυκοφαντήσαμε με τις σταυροφορίες μας και τις εικονομαχίες μας και τους συντηρητισμούς μας και τους ευσεβισμούς μας. Ο λόγος του Χριστού παραμένει πάντα επίκαιρος, λέγοντάς μας που μπορεί να φτάσει ο ανθρώπινος πολιτισμός, όταν μπολιαστεί με την χάρη του Θεού. Ο λόγος του Θεού δεν μπορεί να ξεπεραστεί. Κι όταν ο άνθρωπος τον προσλαμβάνει πραγματικά εξαγιάζεται. Γιατί γίνεται ο άνθρωπος όλος αγάπη. Κι έτσι μπολιάζει τον κόσμο με ό,τι είναι πραγματικά αληθινό και ωφέλιμο. Με τον ίδιο τρόπο, ο,τιδήποτε καλό, ο άνθρωπος που έχει έναν ευαγγελικό προσανατολισμό ζωής μπορεί να το χρησιμοποιήσει εις όφελος των άλλων. 


 Κοιτάξτε τα μοναστήρια για παράδειγμα τα παλιά που βλέπουμε στα βουνά όλης της Ελλάδος. Είναι κομψοτεχνήματα πραγματικά. Είναι πανέμορφα. Όχι γιατί κάποιος πολύ σπουδαγμένος αρχιτέκτονας κάθισε να βρει κάτι πρωτοποριακό. Αλλά γιατί είναι αποτέλεσμα της ζωντανής Χριστιανικής παράδοσης. Ένα υπέρθυρο, μια πόρτα, ένα παράθυρο, ένα τραπέζι, μια γωνία, ό,τι σώζεται από παλιούς ναούς. Στην Αθήνα δυστυχώς τους καταστρέψαμε τους περισσότερους παλιούς ναούς για να χτίσουμε καινούριους τἀχα μου πιο σύγχρονους. Σώθηκε η Καπνικαρέα, σώθηκαν μικρά εκκλησάκια στην Πλάκα. Όταν πηγαίνει κανείς στην Θεσσαλονίκη και βλέπει όλους αυτούς τους ναούς, η πόλη είναι σαν ένα βυζαντινό μουσείο. Όταν πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη και βλέπει την Αγία Σοφία, την Αγία Ειρήνη, τη Μονή της Χώρας, τα ψηφιδωτά, τις αγιογραφίες, συγκλονίζεται και λέει, θέλω πάλι ο πολιτισμός μας, ο πολιτισμός που βγαίνει μέσα απ’ το ορθόδοξο ήθος να λάμψει. Γιατί ζούμε μέσα στην ασχήμια, σε μια απόλυτη ασχήμια. Τα σπίτια που φτιάχνουμε, οι δρόμοι που ζούμε, τα θεάματα που βλέπουμε είναι άσχημα. Δεν έχουν κανένα ήθος. Μαζί κι  εμείς το ’χουμε χάσει το ήθος. 

Το να ζει κανείς πραγματικά στην εκκλησία και κοντά στον Χριστό σημαίνει ότι μετανοεί. Καταθέτει την αλήθειά του μ’ ένα τρόπο σπαρακτικό. Κι αυτό δημιουργεί ένα άλλο ήθος. Ο λόγος του γίνεται λόγος αληθινός. Η πράξη του γίνεται πράξη - παράδειγμα για τους άλλους. Όπου κι αν βρίσκεται. Ακόμη κι ο πιο ταπεινός άνθρωπος παράγει πολιτισμό. Με την ευγένειά του, τον τρόπο που μιλάει, το πώς συμπεριφέρεται, το πώς ακούει, πως συγχωρεί, πως χαίρει μετά χαιρόντων και κλαίει μετά κλαιόντων. Το πιο απλό χάρισμα όταν κανείς θέλει πραγματικά να ακολουθήσει τον Θεό κι όχι να κοροϊδεύει τον εαυτό του και τους άλλους, το πιο απλό χάρισμα αυξάνεται. Μια νοικοκυρά μπορεί να κάνει το σπίτι της εστία πολιτισμούμ ε τον καλό της λόγο και το παράδειγμά της και να μεγαλώσει τα παιδιά της με καλλιέργεια και ήθος. Ένας τεχνίτης, ένας επιστήμονας, ένας καλλιτέχνης αν καταλάβει ότι τα χαρίσματα που έχει  του τα έχει  δώσει ο Θεός είναι δώρα και δεν είναι δικά του, και πει, εγώ δωρεάν τα πήρα, δωρεάν να τα δώσω στους άλλους ανθρώπους να χαρούνε. Και μέσα από αυτά κάτι καλό να βγει σ’ ένα κόσμο ασχήμιας. 

 
Αν ο καθένας από εμάς μπορούσε να το καταλάβει, τότε δεν έχει σημασία αν δεν έχουμε το χάρισμα της Κασσιανής της μοναχής ή του Δαμασκηνού ή του Ανδρέα Κρήτης ή οποιουδήποτε. Ο λόγος μας μπορεί να γίνει ποιητικός. Έλεγε ο γέροντας Πορφύριος ότι ο χριστιανός πρέπει να ’ναι ποιητής. Ο χριστιανός πρέπει να έχει έναν λόγο που είναι ποιητικός, ακριβώς γιατί μιλάει για υψηλά πράγματα. Ποιητικός μπορεί να είναι και ο λόγος του πιο απλού ανθρώπου. Προλάβαμε και ζήσαμε κάποιους παπούδες  και γιαγιάδες στα χωριά που χωρίς να ’χουνε πάει ούτε δημοτικό μιλούσαν τόσο θυμόσοφα που σε συγκινούσαν. Γιατί ακριβώς ο λόγος τους έβγαινε μέσα από ένα ήθος και μία πίστη διαφορετική. Που εμείς με τα πτυχία μας και τάχα τις γνώσεις μας δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε. Δεν μιλάμε, λοιπόν, για μια ποίηση των διανοουμένων. Αλλά μιλάμε για την ποίηση της αγαθής καρδιάς που θέλει να καλλιεργηθεί, που αποφάσισε ότι ο κόσμος τούτος δεν είναι ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι καταναλώσουμε, αλλά είναι κάτι παραπάνω. 

Κι αυτή την ομορφιά που βγαίνει μέσα από την ποίηση στον Θεό, καλούμαστε να την βγάλουμε στην δική μας ζωή την καθημερινή. Να πούμε ένα όχι σε αυτή την ασχήμια που μας περιβάλλει. Κι είναι ασχήμια στα λόγια, είναι ασχήμια στα μάτια, είναι ασχήμια στην ακοή, είναι ασχήμια στην όσφρηση, σε όλες μας τις αισθήσεις. Δεν μπορούμε να παραδινόμαστε σ’ αυτή την ασχήμια διότι είναι σαν να λέμε, νίκησες διάβολε. Με νίκησες κι εμένα. Δεν έχω να κάνω τίποτα άλλο παρά να γκρινιάζω καθημερινά και να περιμένω τον θάνατό μου. Κι έχω μια δικαιολογία για να γκρινιάζω αφού έχω γύρω μου μια άσχημη ατμόσφαιρα. 

Όταν καταλάβω ότι είμαι κι εγώ βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, ιερέας της κτίσης, αυτά γράφουν τα κείμενα της εκκλησίας, σ’ έναν κόσμο που ήταν και τότε άσχημος. Όταν καταλάβω ότι έχω μια μεγάλη ευθύνη που γεννήθηκα σ’ αυτό τον κόσμο, μεγάλη ευθύνη. Απέναντι στους γύρω μου. Κι ας είμαι αδύναμος κι ας πέφτω. Να σηκωθώ πάλι κι αντί να γκρινιάζω για την ασχήμια, ναομορφύνω τη ν ζωή μου, να ζήσω με δοξολογία, ας χαρώ. 

Κοιτάξτε, ο Χριστός είναι περιτριγυρισμένος από πόρνες και τελώνες. Και αυτές οι πόρνες και οι τελώνες αποτελούν τη ραχοκοκκαλιά των μαθητών του. Κι έρχεται μια γυναίκα σήμερα, αυτή που υμνεί η Κασσιανή, μια γυναίκα που κατάλαβε ότι στραβά πήγαινε, που κατάλαβε ότι ζούσε μέσα στην ασχήμια, που κατάλαβε ότι υπήρχε ασχήμια γύρω της - γιατί και τότε υπήρχε. Και κλαίει. Και κλαίει κοντά στα πόδια του δασκάλου. Και διαισθάνεται ότι αυτός δεν είναι ένας απλός άνθρωπος. Και δίνει το υστέρημα των χρημάτων της, δίνει όλα της τα χρήματα για να πάρει ένα πανάκριβο άρωμα για να τον τιμήσει. Κι έτσι να  προτυπώσει εκείνο το ξημέρωμα που θα πάνε με τα μύρα για να μυρώσουν τον Χριστό και θα τον βρουν να λείπει απ’ το μνημείο. Η αγάπη της μετανοημένης πόρνης δημιουργεί μια ποίηση που την σκεφτόμαστε παραστατικά καθώς διαβάζουμε το ευαγγέλιο. Στενόκαρδοι οι μαθητές εκείνη τη στιγμή, είτε ο Ιούδας είτε οι άλλοι, ανάλογα το ευαγγέλιο που διαβάζουμε, μάλλον πολλοί θα διαμαρτυρήθηκαν, δεν μπορούσαν να καταλάβουν αυτό που τους λέει ο Χριστός. Αυτή αγάπησε. Αυτή κατάλαβε. Κι αυτή τώρα είναι στον δρόμο της επιστροφής. Εσείς πρέπει τώρα να καταλάβετε. 

Μοιάζουμε πολλές φορές θλιβεροί, σαν εκείνο τον αδελφό του ασώτου. Καθόμαστε και κοιτάμε τον κόσμο να περνάει κι αντί να χαιρόμαστε μαζί του, λυπόμαστε. Γιατί δεν έχουμε αναγνωρίσει τα δικά μας τα λάθη. Για να ελπίσουμε και να χαρούμε για την δική μας τη σωτηρία. Για την δική μας την ανόρθωση. Μικρά φοβισμένα ανθρωπάκια, κατηγορούμε, κρίνουμε, κουτσομπολεύουμε, κακολογούμε κι όλη την ώρα μηρυκάζουμε τα ίδια και τα ίδια. Πολλές φορές οι περισσότεροι επαναλαμβάνουμε ό,τι λέει η τηλεόραση, δηλαδή το απόλυτο τίποτα. Και μια πόρνη κάποια στιγμή, αυτή την ώρα στην Αθήνα, κλαίει για τις αμαρτίες της και παρακαλεί τον Θεό να της δώσει δύναμη να ξεφύγει από τον δρόμο που ξέπεσε. Και ανακαλύπτει ένα άλλο νόημα ζωής. 


 Δόξα τω Θεώ, κάθε μέρα ένα σωρό άνθρωποι - δεν μας ενδιαφέρει ο αριθμός, ένα σωρό άνθρωποι καταλαβαίνουν ότι πήραν την ζωή τους λάθος και πρέπει ν’ αλλάξουν ζωή. Κι επιστρέφουν στην εκκλησία. Το μικρό ποίμνιο δεν χρειάζεται τίποτε άλλο παρά μετάνοια. Δεν χρειαζόμαστε νούμερα και θριαμβολογίες του τύπου «επιστρέφει ο κόσμος στην εκκλησία». Δεν θα επιστρέψει ο κόσμος μαζικά ποτέ στην εκκλησία. Ακόμα κι αν οι Τούρκοι επιτεθούν στην Ελλάδα. Ακόμα κι αν τα πράγματα σκουρύνουνε. Το πρόβλημα δεν είναι αν θα ’ρθουν οι πολλοί. Το ζήτημα είναι αν αυτοί οι λίγοι που έρχονται στην εκκλησία κι όσοι είμαστε μέσα στην εκκλησία αν και πόσο μετανοούμε. Αν εννοούμε αυτά που διαβάζουμε. Αν καταλαβαίνουμε ότι όλα αυτά που ακούμε στις ακολουθίες είναι πραγματική ποίηση που βγήκε και είναι τόσο υψηλή και ιλιγγιώδης επειδή σπαράξαν οι ψυχές των ανθρώπων στην ανάγκη τους να ξανασυναντήσουν τον Θεό και να βρουν ένα νόημα. 

Αν μένει κάτι από τη σημερινή ημέρα δεν είναι το τροπάριο της Κασσιανής ως μελωδία. Δυστυχώς, άλλο ένα στοιχείο της έλλειψης πολιτισμού που είχαμε, από τότε που η Αθήνα γέμιζε τετράφωνες χορωδίες, γύρω στο 1930 και μετά και συνήθιζε η καλή κοινωνία των Αθηνών τέτοια μέρα να πηγαίνει στους ναούς του κέντρου για ν’ ακούσει το τροπάριο της Κασσιανής να το λένε συνήθως τραγουδιστές της λυρικής. Κι έλεγαν «θα πάω ν’ ακούσω το τροπάριο της Κασσιανής», αντί να λέει «θα πάω να κλάψω για τις αμαρτίες μου». Γιατί η Κασσιανή, που δεν είναι η πόρνη όπως νομίζαν οι πολλοί, η Κασσιανή άφησε μια ζωή για να συναντήσει τον Χριστό. Κι ό,τι έγραφε ήταν αλήθεια. Και θα ’πρεπε να λέμε, θα πάω ν’ ακούσω όλους αυτούς του ύμνους μπας και λιγάκι παρακινηθώ, μπας και λιγάκι συγκινηθώ, μπας και λιγάκι αφήσω την αλήθεια να λάμψει μέσα στην ψυχή μου, να με ξεκολλήσει από την καθημερινότητα μέσα στη οποία βουλιάζω και λέω τα ίδια και τα ίδια. Και κάποια στιγμή γυρνάω και κοιτάω τον σύντροφο, την σύντροφο, τα παιδιά μου και λέω, πέρασε ο χρόνος, που πήγε η ζωή;

Να γίνουμε ποιητές, έλεγε ο άγιος. Να αποκτήσει η ζωή μας ευαισθησία. Να κοιτάξουμε λίγο τον ουρανό και να πάψουμε να κοιτάμε τη γη. Και να σταματήσουμε να λέμε αυτή την στερεότυπη φράση «μα έτσι κάνουν όλοι, τι να κάνω κι εγώ». Η Κασσιανή δεν έκανε ότι έκαναν όλοι. Η πόρνη δεν έκανε ό,τι έκαναν όλοι. Οι μαθητές δεν έκαναν ό,τι έκαναν όλοι. Ακολούθησαν έναν άλλο δρόμο ζωής. Και λούστηκαν στο φως. Εύχομαι με την χάρη του Θεού να το αποζητήσουμε αυτό το φως. Και να γίνουμε μαθητές του Χριστού, άνθρωποι του φωτός και της χαράς, παραδείγματα για τους άλλους. Να σώσουμε τον εαυτό μας για να σωθεί ο κόσμος. Καλή Ανάσταση να ’χουμε!