Κάνει κρύο κι απόψε...


 Ο άνεμος λυσσομανά κι αγριεμένος τρυπώνει ανάμεσα στα μαλλιά των περαστικών σφυρίζοντας αλλόκοτους ρυθμούς στ’ αυτιά τους, στο ανοιχτό μπουφάν, που η καλή του ποιότητα αψηφά το κρύο, στο μάλλινο κασκόλ, που στοιχίζει όσο ένα μπουφάν. Τρυπώνει κι ανάμεσα στο χαρτόκουτο, που ούτε τα γόνατα δε φτάνει να καλύψει, ανάμεσα στα καρφωμένα, πάντα παράλληλα και ποτέ ενωμένα σαν μαλωμένα, στην ίδια βάση ξύλα που παλιού παγκακιού της πλατείας. Το παλτό, που κάποιος άγνωστος του χάρισε προχθές - από τύψεις, ντροπή, αγάπη ή μπούχτισμα του περιττού - τού πέφτει κοντό στα μανίκια και τα χέρια του κρυώνουν, σαν παγωμένα από θάνατο μοιάζουν τα άσπρα, δίχως αίμα καθάριο να κυλάει στις φλέβες του, δάχτυλα.


 Κρύο κι άστεγος, μια μάχη αναπόφευκτη και άνιση. Αναπόφευκτη από τη στιγμή που αποφάσισε πουλί ελεύθερο πως θέλει να είναι, πέρα από συμβατικότητες, όπως νόμιζε (οικογένεια, ωράρια, αφεντικά), όταν απογοητεύτηκε από τη σκληρή πλευρά της ζωής (γονείς αυστηροί, δίχως καμία κατανόηση για τα εφηβικά του προβλήματα, πόρτες κλειστές στις πρώτες απόπειρες για δουλειά, εκμετάλλευση του κόπου του κι ιδρώτα). Πουλί ελεύθερο, που κάποιοι τού είπαν πως πιο ψηλά απ’ τον ουρανό μπορεί να πετάξει, αυτοί ξέρουν τον τρόπο, μα κοστίζει. Αναπάντεχη χαρά το γεμάτο χαρτονομίσματα πορτοφόλι της κλεμμένης τσάντας, μικρό κακό το άδειασμα του ταμείου στην παραπάνω γειτονιά κι ύστερα αυτόφωρο, φυλακίσεις μηνών, απόρριψη από τους συγγενείς και ένα μεγάλο ανθρωπομάνι, αυτό της σκοτεινής πλατείας. Τους περισσότερους τους ξέρει με τα μικρά τους ονόματα, ιστορίες παρόμοιες με τις δικές του. 
  

Κάνει κρύο κι απόψε κι αυτός κλείνει την ανάσα του στη χούφτα του, να τις κρατήσει ζεστές και τις δυο. Μα πόσο μπορεί ακόμη να ζεστάνει τα σωθικά του; Μια κρύα τυρόπιτα έφαγε για βράδυ και ένα μισοτελειωμένο αναψυκτικό, που βρήκε στον κάδο των σκουπιδιών, για να υγράνει το στεγνωμένο του λαιμό. 


Νιώθει 70 χρονών κι ας είναι μόλις 26. Τα δόντια του κιτρινισμένα, το χνώτο του βρωμάει, τα μπράτσα του διάτρητα απ’ τις ενέσεις. Βαριά τα βήματά του, ένα με το πεζοδρόμιο που πάνω του σέρνονται ανήμπορα.

           
Κάνει κρύο κι απόψε και θα ’θελε κι αυτός τέσσερις τοίχους και μια χαραμάδα να σφυρίζει ο αέρας, θα ’θελε ένα πιάτο σπιτικό φαΐ, ένα στρώμα και μια μεγάλη κουβέρτα να τυλιχτεί μέσα της σφιχτά. Όμως τον ξεγέλασε η αυταπάτη των 15 χρόνων του, των 20 αργότερα και τώρα νιώθει πως δεν υπάρχει επιστροφή. Στράφι πήγε η ζωή του, αυτήν, που από μικρός ονειρευόταν λαμπερή κι επιτυχημένη, αυτήν τη ζωή, που κι ο ίδιος ξέρει πως δεν διεκδίκησε όσο θα έπρεπε. 
  
          
 Βιαστικοί και φοβισμένοι περπατούν δίπλα του οι νυχτερινοί διαβάτες, γιατί κάνει κρύο κι απόψε. Να' χε τη δύναμη να τους φωνάξει πως να περπατήσει μαζί τους θα ’θελε, να νιώσει ξανά ζωηρός και δραστήριος, πως το σώμα του μπορεί να το γέρασε πρόωρα, μα πως η ψυχή του διψά να ζήσει, να αρχίσει πάλι από την αρχή. Μα ποιος να τον ακούσει μέσα στη βοή της πόλης!      
 

 Μια προσευχή που είχε μάθει μικρός, τού ήρθε αυθόρμητα στη σκέψη και μια συγγνώμη στον Θεό που τόσο αλόγιστα χαράμισε το δώρο της ζωής του, ανέβηκε στα μελανιασμένα του χείλη, που άπνοα πια, τ’ άγγιξε ο παγωμένος αέρας για τελευταία φορά.

          Κάνει κρύο κι απόψε… γι’ αυτόν για τελευταία φορά.


                                                                                Δέσποινα Κόλλια