ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟΥ...

Τε­λευ­ταί­α, ό­ταν α­κού­ω για θα­νά­τους γνω­στών η­θο­ποι­ών που ση­μά­δε­ψαν την αρ­χή της τη­λε­ό­ρα­σης, α­νοί­γω τα πα­νιά της ψυ­χής μου και ού­ριος ά­νε­μος με σπρώ­χνει σε έ­να τα­ξί­δι στον χρό­νο, μια­ς κι έ­χω πλέ­ον την ά­νε­ση του χρο­νο­κτη­μα­τί­α!

Με βλέ­πω στα μι­κρά­τα μου, α­θώ­α κι α­φε­λή, να τρέ­χω στις γει­το­νι­ές τού χω­ριού μου κι ό­λος μου ο κό­σμος να εί­ναι ο ου­ρα­νός και το χώ­μα του τό­που μου, α­στέ­ρια ο­λό­δι­κα μου, κι έ­να φεγ­γά­ρι που πα­τή­θη­κε μό­λις την η­μέ­ρα και τη χρο­νιά που ε­γώ γεν­νή­θη­κα, παρ­θέ­να γη κι α­μό­λυν­τη. Ξε­νοια­σιά, α­φέ­λεια κι εμ­πι­στο­σύ­νη.

 Ώ­σπου ήρ­θε έ­να κου­τί μια μέ­ρα στο σπί­τι μου, α­γο­ρα­σμέ­νο α­πό μια χώ­ρα με α­να­πτυγ­μέ­νο πο­λι­τι­σμό, κι ο κό­σμος μου έ­γι­νε έ­να μό­νο κομ­μά­τι ε­νός με­γα­λύ­τε­ρου κό­σμου. Νέ­ες συ­νή­θει­ες, νέ­οι άν­θρω­ποι, νέ­α γε­γο­νό­τα άρ­χι­σαν να πα­ρε­λαύ­νουν στον μι­κρό­κο­σμο μου. 
 
 Αρ­χί­σα­με στις γει­το­νι­ές μας να μι­λά­με για ό­λα αυ­τά που συ­νέ­βαι­ναν στο κου­τί λες κι ή­ταν δι­κοί μας άν­θρω­ποι κι ας μην τους ξέ­ρα­με. Τους πο­νού­σα­με, τους συν­τρέ­χα­με, α­γω­νι­ού­σα­με με τα προ­βλή­μα­τα τους, θέ­λα­με να τους συμ­βου­λεύ­σου­με για τα κα­κά που συ­νέ­βαι­ναν πα­ρα­δί­πλα τους κι ε­νώ αυ­τοί δεν γνώ­ρι­ζαν ε­μείς γι­νό­μα­σταν συ­νέ­νο­χοι στο κα­κό που πλε­κό­ταν στη ζω­ή του­ς και η α­γω­νί­α μας κο­ρυ­φω­νό­ταν ε­ρή­μην τους!
Μια τη­λε­ό­ρα­ση που στην γέν­νη­ση της ή­ταν α­θώ­α και α­φε­λής ό­πως κι ε­μείς μα κι ό­λοι αυ­τοί που τώ­ρα σι­γά-σι­γά φεύ­γουν κι α­φή­νουν μια μαύ­ρη τρύ­πα, ε­κεί που κά­πο­τε ή­ταν ο ου­ρα­νός που έ­λαμ­πε το α­στέ­ρι τους.



 Με τα χρό­νια, ό­ταν αρ­χί­σα­με να α­πο­κτού­με έ­νας - έ­νας ό­λοι κι α­πό μια τη­λε­ό­ρα­ση, οι συ­νά­ξεις στα­μα­τή­σα­νε, α­πο­μο­νω­θή­κα­με στα σπί­τια και αρ­χί­σα­με να δι­α­σκε­δά­ζου­με, ο κα­θέ­νας μό­νος του με τους "δι­κούς" του πλέ­ον τη­λε­ο­πτι­κούς α­στέ­ρες.
Και άρ­χι­σαν οι α­τε­λεί­ω­τες κου­βέν­τες α­πό κε­φά­λια που πρό­βα­λαν στο κου­τί για το έ­να ή το άλ­λο γε­γο­νός που γι­νό­τα­ν στη χώ­ρα μου, μα και σε ό­λο τον κό­σμο, κι ό­χι μό­νο στο χω­ριό που γεν­νή­θη­κα. Πο­λι­τι­κή, οι­κο­νο­μί­α, κου­τσομ­πο­λιά, α­θλη­τι­κά, ό­λα μπή­καν στο μι­κρο­σκό­πιο, α­πό αν­θρώ­που­ς που εί­χαν ά­πο­ψη, που εί­χαν γνώ­ση, που με έ­πει­θαν για το τι πρέ­πει να γί­νει και πως. Ποι­ος φταί­ει και ποι­ος πλη­ρώ­νει τη­ν "νύ­φη". 

Ό­λο και πιο συ­χνά στα­μα­τού­σα να σκέ­φτο­μαι κι ά­νοι­γα την τη­λε­ό­ρα­ση για να μου πουν τι εί­ναι κα­λό και τι κα­κό, τι πρέ­πει να γί­νει, που γί­νε­ται πό­λε­μος, και που υ­πο­φέ­ρουν α­πό πεί­να. Έ­γι­να κυ­ρί­αρ­χος του κό­σμου ό­λου, έ­νοι­ω­θα δυ­να­τή για­τί μπο­ρού­σα να συμ­με­τέ­χω σε ό­τι συμ­βαί­νει και να έ­χω κι "ά­πο­ψη"...

 
Οι φω­το­γρα­φί­ες των η­θο­ποι­ών μαρ­τυ­ρούν το πέ­ρα­σμα τού χρό­νου τό­σο α­μεί­λι­κτα, την φθο­ρά τό­σο α­δυ­σώ­πη­τα, τό­σο α­πό­λυ­τα και τέ­λος, το τέ­λος... Για ό­λους, α­κό­μη και για τους α­θά­να­τους που τα­ξί­δε­ψαν μα­ζί μου α­πό τα πρώ­τα χρό­νια της ζω­ής μου.
Ό­λοι αυ­τοί που ή­ταν α­στέ­ρες της τη­λε­ό­ρα­σης, μιας τη­λε­ό­ρα­σης που ξε­περ­νού­σε κά­θε προσ­δο­κί­α, που άγ­γι­ζε τα ό­ρια του μύ­θου για κά­θε πρό­σω­πο που έ­βα­ζε στα σπί­τια μας. Α­στέ­ρες που με­σου­ρά­νη­σαν και έ­δω­σαν την χα­ρά μα και την λύ­πη στις α­μό­λυν­τες καρ­δι­ές μας, χά­θη­καν μα­ζί με την α­θωό­τη­τα της πρώ­της τη­λε­ό­ρα­σης.

 

Σή­με­ρα, έ­γι­νε το κέν­τρο της ζω­ής μας το κου­τί και κα­θη­με­ρι­νά γι­νό­μα­στε α­κό­μη πιο ά­βου­λοι, α­κό­μη πιο μο­να­χι­κοί, α­κό­μη πιο μαλ­θα­κοί. Πέ­θα­νε η α­νάγ­κη για γνώ­ση, πέ­θα­νε η α­θω­ό­τη­τα και τώ­ρα πα­λεύ­ου­με με­τα­ξύ μας, για­τί - τάχα - ό­λοι κα­τέ­χου­με τη γνώ­ση για τα πάν­τα, ό­λοι γνω­ρί­ζου­με τι πρέ­πει να κά­νουν οι άλ­λοι, νοι­ώ­θου­με ώ­ρι­μοι και σο­βα­ροί και α­πελ­πι­στι­κά κυ­νι­κοί, μα πά­νω α­πό ό­λα πο­λύ, μα πο­λύ κου­ρα­σμέ­νοι.
Η μο­να­ξιά έ­γι­νε η βα­σι­κή μας ι­δι­ό­τη­τα, μέ­σα στην ο­ποί­α βα­σι­λεύ­ου­με και δι­αι­ρού­με τον κό­σμο. Ζού­με μέ­σα στην κα­τα­χνιά και το σκο­τά­δι, κα­τρα­κυ­λών­τας ό­λο και πιο πο­λύ στην α­δυ­σώ­πη­τη τρύ­πα της τη­λε­ό­ρα­σης. Δί­νη γί­νε­ται και μας ρου­φά­ει σε έ­να ά­πα­το σκο­τά­δι. Ό­λο και πιο α­δύ­να­μοι να πα­τή­σου­με το κουμ­πί της, ό­λο και πιο μό­νοι, ό­λο και πιο ά­βου­λοι, ό­λο και πιο φο­βι­σμέ­νοι. 

 


Ό­μως τα Χρι­στού­γεν­να ήρ­θαν και φέ­τος, και η ει­κό­να της Μη­τέ­ρας με το Βρέ­φος, μια ει­κό­να που βα­θειά μέ­σα μας, ξυ­πνά­ει μνή­μες α­πό το παι­δί που κρύ­βου­με και που ζη­τά­ει α­πε­γνω­σμέ­να την τρυ­φε­ρό­τη­τα, την ι­κα­νό­τη­τα να εμ­πι­στευόμαστε, να α­φη­νό­μαστε στην α­γά­πη, και να πι­στεύ­ουμε με ό­λη μας την ύ­παρ­ξη σε κά­τι που δεν μπο­ρεί να μας πεί­σει κα­μιά κε­φα­λή της τη­λε­ό­ρα­σης.

Τα Χρι­στού­γεν­να ήρ­θαν και πά­λι για να μας θυ­μί­σουν ότι μπο­ρεί ο άρ­χων του κό­σμου τού­του να εί­ναι ο δι­ά­βο­λος, μπο­ρεί το σκο­τά­δι να έ­χει σβή­σει το φως και να μην βλέ­που­με κα­λά, ζα­λι­σμέ­νοι α­πό την τα­χύ­τη­τα που μας πα­ρα­σέρ­νει το βά­ρος του σώ­μα­τος μας, ό­μως μια α­χτί­δα φω­τός γαρ­γα­λά­ει τις αι­σθή­σεις μας θυ­μί­ζον­τας το μυ­στή­ριο του κό­σμου και την χα­ρά που έρ­χε­ται και φέ­τος σαν παι­δί­ον νέ­ον, σαν ελ­πί­δα, ως α­νυ­πε­ρά­σπι­στο μω­ρό, ε­κεί στην α­πό­λυ­τη φτώ­χεια μιας φάτ­νης, για να το­νί­σει α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο το «ε­νός ε­στί χρεί­α».
Να θυμίσει ότι η υ­πό­σχε­ση χι­λιά­δων χρό­νων εκ­πλη­ρώ­θη­κε πριν 2000 χρό­νια σε μια φάτ­νη ζώ­ων και πως μας πε­ρι­μέ­νει για να γεν­νη­θεί και στην δι­κή μας ψυ­χή, α­φού την α­πο­γυ­μνώ­σου­με α­πό τα πε­ριτ­τά. 


 Ό­λα φεύ­γουν σι­γά-σι­γά, ό­λα κι ό­λοι ώ­σπου να σβή­σω κι ε­γώ και να α­φή­σω άλ­λους πί­σω να με θυ­μούν­ται σαν έ­να κομ­μα­τά­κι μέ­σα στο τε­ρά­στιο παζλ της ζω­ής τους, ώ­σπου να φύ­γουν και αυ­τοί.
Κι α­φού ό­λοι μι­λά­με για το συμ­φέ­ρον μας για­τί δε ψά­χνου­με το πραγ­μα­τι­κό συμ­φέ­ρον μας; Αυ­τό που την ψυ­χή μας, το πο­λυ­τι­μό­τε­ρο μας κομ­μά­τι μέ­σα στο ο­ποί­ο σαρκώνεται ο Προ­αι­ώ­νιος φέρ­νον­τας δώ­ρα α­πό αυ­τά που ευ­χό­μα­στε ο έ­νας στον άλ­λο, την χα­ρά και την πο­λυ­πό­θη­τη ει­ρή­νη, αυ­τό που θα ε­λευ­θε­ρώ­σει το παι­δί μέ­σα μας και θα μπο­ρέ­σει να­  τρέ­ξει γε­μά­το εμ­πι­στο­σύ­νη στην αγ­κα­λιά του Πα­τέ­ρα.

Αν δεν εί­ναι αυ­τό το συμ­φέ­ρον μας, τό­τε ποι­ο εί­ναι; Αν αυ­τό που θέ­λου­με να μας συ­νο­δεύ­ει στην ζω­ή μας εί­ναι το Φως και η Ελ­πί­δα κι αν αυ­τό δεν έ­χει να κά­νει με το «ε­νός ε­στί χρεί­α», τό­τε το­  πραγ­μα­τι­κό μας συμ­φέ­ρον ποι­ο εί­ναι;

Κα­λό Δωδεκαήμερο! (συνέχεια)


Α.