Μετά τη γιορτή...

ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΑΓ­ΓΕ­ΛΟΥΣ
Α­γί­ου  Ι­ωάν­νου τοῦ Δα­μα­σκη­νού

 Ο Άγ­γε­λος εί­ναι ύ­παρ­ξις πνευ­μα­τι­κή, α­ει­κί­νη­τος, ε­λευ­θέ­ρα, α­σώ­μα­τος, που υ­πη­ρε­τεί τον Θε­όν, και κα­τά χά­ριν έ­χει λά­βει εις την φύ­σιν της την α­θα­να­σί­αν, που το σχή­μα και την κα­τά­στα­σιν αυ­τής της υ­πάρ­ξε­ως μό­νον ο Κτί­στης γνω­ρί­ζει. Και ο­νο­μά­ζε­ται α­σώ­μα­τος και ά­ϋ­λος εν σχέ­σει με η­μάς. Δι­ό­τι κά­θε τι που συγ­κρί­νε­ται με τον Θε­όν, εί­ναι δυ­σκί­νη­τον και υ­λι­κόν. ε­πει­δή μό­νον το Θεί­ον εί­ναι α­λη­θώς ά­ϋ­λον και α­σώ­μα­τον.


Εί­ναι λοι­πόν ο Άγ­γε­λος φύ­σις λο­γι­κή, πνευ­μα­τι­κή και ε­λευ­θέ­ρα, με­τα­βλη­τή σύμ­φω­να με την α­πό­φα­σίν της, δη­λα­δή με­τα­βλη­τή με την θέ­λη­σίν της. Δι­ό­τι κά­θε τι που έ­χει δη­μι­ουρ­γη­θή εί­ναι και με­τα­βλη­τόν, και μό­νον το α­δη­μι­ούρ­γη­τον εί­ναι α­με­τά­βλη­τον. Ε­πί­σης εί­ναι λο­γι­κόν και ε­λεύ­θε­ρον. Ε­πει­δή λοι­πόν ο άγ­γε­λος εί­ναι λο­γι­κή και πνευ­μα­τι­κή φύ­σις, εί­ναι ε­λευ­θέ­ρα. ε­πει­δή ό­μως εί­ναι φύ­σις που έ­χει δη­μι­ουρ­γη­θή, εί­ναι με­τα­βλη­τή, με δυ­να­τό­τη­τα να προ­ο­δεύ­η εις το α­γα­θόν, αλ­λά και να κα­τευ­θύ­νε­ται στο κα­κόν.
Δεν έ­χει την δυ­να­τό­τη­τα να με­τα­νο­ή­ση, δι­ό­τι εί­ναι α­σώ­μα­τος. Ο άν­θρω­πος μπο­ρεί να με­τα­νο­ή­σει λό­γω της α­σθε­νεί­ας του σώ­μα­τός του. Εί­ναι α­θά­να­τος ό­χι εκ φύ­σε­ως, αλ­λά κα­τά χά­ρινδι­ό­τι κά­θε τι που έ­χει αρ­χήν, έ­χει και τέ­λος σύμ­φω­να με τους φυ­σι­κούς νό­μους. Και μό­νον ο Θε­ός εί­ναι αι­ώ­νιος, η κα­λύ­τε­ρα πέ­ρα α­πό το αι­ώ­νιονδι­ό­τι ο Δη­μι­ουρ­γός του κό­σμου δεν ε­ξαρ­τά­ται α­πό τον χρό­νον, αλ­λά εί­ναι πέ­ραν α­πό τον χρό­νον. 

 
Οι άγ­γε­λοι εί­ναι δεύ­τε­ρα πνευ­μα­τι­κά φώ­τα, που παίρ­νουν τον φω­τι­σμόν α­πό το Πρώ­τον και Α­ναρ­χον Φως και δεν έ­χουν α­νάγ­κην α­πό γλώσ­σαν και α­κο­ήν, αλ­λά πλη­ρο­φο­ρούν­ται με­τα­ξύ των τα προ­σω­πι­κά δι­α­νο­ή­μα­τα και τας α­πο­φά­σεις των χω­ρίς τον προ­φο­ρι­κόν λό­γον.
Ε­δη­μι­ουρ­γή­θη­σαν ό­λοι οι Άγ­γε­λοι με την συ­νερ­γί­αν του Λό­γου, και έ­φθα­σαν εις την τε­λει­ό­τη­τα με τον α­για­σμόν α­πό το Ά­γιον Πνεύ­μα, και με­τέ­χουν εις τον φω­τι­σμόν και την χά­ριν α­νά­λο­γα με το α­ξί­ω­μα και το αγ­γε­λι­κόν των τάγ­μα. 
Εί­ναι πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νοι εις τον χώ­ρον. δι­ό­τι, ό­ταν εί­ναι εις τον ου­ρα­νόν, δεν εί­ναι εις την γην, και ό­ταν α­πο­στέλ­λων­ται α­πό τον Θε­όν εις την γην, δεν πα­ρα­μέ­νουν εις τον ου­ρα­νόν. Και δεν πε­ρι­κλεί­ον­ται α­πό τεί­χη και θύ­ρας και κλεί­θρα και σφρα­γί­δες. δι­ό­τι εί­ναι α­κα­θό­ρι­στοι. Και λέ­γω ό­τι εί­ναι α­κα­θό­ρι­στοι, ε­πει­δή εμ­φα­νί­ζον­ται εις τους α­ξί­ους αν­θρώ­πους, εις τους ο­ποί­ους ο Θε­ός θα θε­λή­ση να πα­ρου­σια­σθούν, ό­χι ό­πως εί­ναι, αλ­λά με­τα­μορ­φω­μέ­νοι, με μορ­φήν που μπο­ρούν να τους βλέ­πουν οι άν­θρω­ποι.
Έ­πει­δή εί­ναι πνευ­μα­τι­κά όν­τα ευ­ρί­σκον­ται εις πνευ­μα­τι­κούς χώ­ρους, χω­ρίς να πε­ρι­ο­ρί­ζον­ται ό­πως τα σώ­μα­ταδι­ό­τι δεν παίρ­νουν σχή­μα σύμ­φω­να με τους φυ­σι­κούς νό­μους, ό­πως τα σώ­μα­τα, ού­τε έ­χουν τρε­ῑς δι­α­στά­σεις, αλ­λά με το να πα­ρου­σι­ά­ζον­ται και να ε­νερ­γούν πνευ­μα­τι­κώς, ό­που τυ­χόν πά­ρουν προ­στα­γήν, και να μην μπο­ρούν το ί­διον χρο­νι­κόν δι­ά­στη­μα να ευ­ρί­σκων­ται και να ε­νερ­γούν ε­δώ κι ε­κεί.

 
Δεν γνω­ρί­ζου­με αν εί­ναι οι Άγ­γε­λοι ί­σοι κα­τά την ου­σί­αν η αν δι­α­φέ­ρουν με­τα­ξύ των. Αυ­τό το γνω­ρί­ζει μό­νον ο Θε­ός που τους ε­δη­μι­ούρ­γη­σεν, ο ο­ποί­ος ό­λα τα γνω­ρί­ζει. Δι­α­φέ­ρουν ό­μως με­τα­ξύ των ως προς τον φω­τι­σμόν, η με­τέ­χουν εις τον φω­τι­σμόν και την θέ­σιν, δη­λα­δή η ευ­ρί­σκον­ται εις θέ­σιν δε­κτι­κήν του φω­τι­σμού, η με­τέ­χουν εις τον φω­τι­σμόν σύμ­φω­να με την θέ­σιν των και φω­τί­ζον­ται με­τα­ξύ των λό­γω της υ­πε­ρο­χής του αγ­γε­λι­κού των τάγ­μα­τος η της φύ­σε­ώς των. Και εί­ναι φα­νε­ρόν ό­τι αυ­τοί που υ­πε­ρέ­χουν με­τα­δί­δουν α­πό τον φω­τι­σμόν και την γνώ­σιν των εις αυ­τούς που υ­στε­ρούν.
Εί­ναι ι­κα­νοί και πρό­θυ­μοι εις την ε­κτέ­λε­σιν του Θεί­ου θε­λή­μα­τος, και πα­ρου­σι­ά­ζον­ται α­μέ­σως λό­γω της τα­χύ­τη­τος της φύ­σε­ώς των παν­τού, ό­που τυ­χόν προ­στά­ξει η Θεί­α Θέ­λη­σις, και δι­α­φυ­λάτ­τουν τα μέ­ρη της γης, και εί­ναι άρ­χον­τες των λα­ών και των χω­ρών ό­που τους ώ­ρι­σεν ο Δη­μι­ουρ­γός και τα­κτο­ποι­ούν τα αν­θρώ­πι­να και μας βο­η­θούν. 

Εί­ναι δυ­σκο­λο­κί­νη­τοι προς το κα­κόν και ό­χι α­κί­νη­τοιτώ­ρα ό­μως εί­ναι και α­κί­νη­τοι ό­χι εκ φύ­σε­ως, αλ­λά κα­τά χά­ριν και λό­γω της προ­ση­λώ­σε­ώς των εις το μό­νον α­γα­θόν. Βλέ­πουν τον Θε­όν κα­τά το μέ­τρον της δυ­να­τό­τη­τός των και έ­χουν αυ­τήν την θέ­αν ως τρο­φήν.
Δι­α­μέ­νουν εις τον ου­ρα­νόν και έ­χουν έ­να κα­λόν έρ­γον, να υ­μνούν τον Θε­όν και να υ­πη­ρε­τούν το θεί­ον θέ­λη­μά του. Και κα­θώς λέ­γει ο α­γι­ώ­τα­τος και ι­ε­ρώ­τα­τος Δι­ο­νύ­σιος ο Α­ρε­ο­πα­γί­της: « Ό­λη η Θε­ο­λο­γί­α, δη­λα­δή η θεί­α Γρα­φή, έ­χει ο­νο­μά­σει τας ου­ρα­νί­ους υ­πάρ­ξεις εν­νέ­α». Αυ­τάς ο θεί­ος δι­δά­σκα­λος δι­α­κρί­νει εις τρί­α συ­στή­μα­τα που το κα­θέ­να α­πο­τε­λεί τριά­δα. Και λέ­γει ό­τι «πρώ­τη τριας εί­ναι αυ­τή που πάν­το­τε εί­ναι γύ­ρω α­πό τον Θε­όν και εί­ναι έ­τοι­μη να ε­νω­θή με αυ­τόν α­μέ­σως, δη­λα­δή η τά­ξις των ε­ξα­πτε­ρύ­γων Σε­ρα­φείμ και των πο­λυ­όμ­μα­των Χε­ρου­βείμ και των α­γι­ω­τά­των Θρό­νων· δευ­τέ­ρα δε τά­ξις εί­ναι η τά­ξις των Κυ­ρι­ο­τή­των και των Δυ­νά­με­ων και των Ε­ξου­σι­ών και τρί­τη και τε­λευ­ταί­α εί­ναι η τά­ξις των Αρ­χών και των Αρ­χαγ­γέ­λων και των Αγ­γέ­λων».