ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ...





 Εικόνες μαγευτικές. Δαντελωτές ακρογιαλιές, γαλαζοπράσινα νερά, γραφικά σοκάκια λουσμένα στο φως, αγέρωχες βουνοκορφές, ανηφορικά μονοπατάκια που οδηγούν σε κάποιο ερημοκλήσι, τζιτζίκια που διατρανούν την κάψα του καλοκαιριού, βαρκούλες που λικνίζονται στο απαλό κυματάκι, κρυστάλλινες πηγές, κατάξανθα χωράφια σπαρμένα με στάρι. Αυτή είναι η Ελλάδα!
Εικόνες αποκρουστικές. Καρβουνιασμένα δάση, αυθαίρετοι σκουπιδότοποι, σακούλες πλαστικές στην άκρη του γιαλού, παγκάκι διακοσμημένο με κουτάκια μπύρας κι αποτσίγαρα, χαλασμένες εξατμίσεις που σχίζουν το μεταμεσονυκτικό αέρα. Κι αυτή Ελλάδα είναι! Διαλέγετε και παίρνετε.


Μα πριν τρέξεις, γείτονα, συγχωριανέ και συμπατριώτη, να δηλώσεις σαφώς κι ανυπερθέτως, δίχως δισταγμό κι αμφιβολία, τον θαυμασμό σου για το φυσικό κάλλος και την αγάπη σου για το περιβάλλον, να σου θυμίσω ότι ήσουν εσύ, που μόλις χθες, άφησες τα αποφάγια σου σ’ εκείνον τον γραφικό κολπίσκο, όπου πήγες να κολυμπήσεις με την παρέα σου, ήσουν εσύ, που βαρέθηκες να πας λίγα μέτρα μακρύτερα για να βρεις καλαθάκι σκουπιδιών και προτίμησες να πετάξεις επιτόπου το κυπελλάκι του παγωτού σου, ήσουν εσύ, που δίχως συνείδηση και μάλλον επιδεικτικά άνοιξες το παράθυρο του αυτοκινήτου σου κι έριξες στην άκρη του δρόμου το τσιγάρο σου, ήσουν εσύ αυτός, που την ομορφιά τριγύρω σου την κατήντησες αηδία.


Αλλά θα μου πεις πως δε φταις μονάχα εσύ, πως φταίμε όλοι. Έχεις δίκιο. Όλοι φταίμε. Και πρωτίστως φταίω εγώ. Φταίω, γιατί υπομένω την αυθάδεια και τον εγωισμό σου, φταίω, γιατί, για να μη σε προσβάλλω, δε σου έκανα παρατήρηση όταν έπρεπε, φταίω, γιατί αδιαφόρησα (και ίσως γι’ αυτό φταίω πιο πολύ).
Ξέρεις, λένε πως η φύση πάντα εκδικείται. Μα μη φοβάσαι. Δεν ξέρουν ότι η φύση δεν έχει μνησικακία κι εκδικητικότητα. Τα δέντρα, τα ποτάμια, ο ουρανός δόθηκαν γενναιόδωρα από τον Δημιουργό των πάντων Θεό μας, προσφέρθηκαν από αγάπη προς ωφέλεια κι αναψυχή μας κι ουδέποτε θα μπορούσαν να στραφούν εναντίον σου. Ο μόνος που πάντα εκδικείται είναι ο άνθρωπος τον εαυτό του. Με αυτοκτονικές τάσεις προσκολλάται στο φρόνημα το κοσμικό, στην ιδιοτέλεια και την αυτοδικαίωση και δεν αντιλαμβάνεται πως η διάσταση κι εν τέλει η διάσπαση από το περιβάλλον ουσιαστικά φανερώνει διχασμό του ιδίου. Βιώνει έτσι την πλήρη αποξένωση και την άφατη τραγικότητα να μάχεται κομμάτι από τον ίδιο, γιατί κτιστός είναι κι αυτός, «χους από χουν» κι έχει ανάγκη τον αέρα, το νερό και τη γη.

 
Η μανιώδης καταστροφή της φύσης, κατάλαβέ το, δεν είναι απλά κοινωνικό ή ηθικό ατόπημα˙ είναι θεμελιώδες ζήτημα για τη ζωή τη δική σου και τη δική μου. Να αγωνιάς όχι μόνο για τη δυνατότητα επιβίωσης στο παρόν και το μέλλον στον πλανήτη γη, μα κυριότερα για την ποιότητα και τον προσανατολισμό αυτής της επιβίωσης. Άνθρωποι και κτίση είμαστε αδιάσπαστη ενότητα κι ως ενότητα μπορούμε να αγωνιστούμε και να σωθούμε. Αλλά αν αρκείσαι να είσαι δέσμιος της φθοράς και του θανάτου, αν αντιλαμβάνεσαι τυχοδιωκτικά την παρουσία και δράση σου και στοχεύεις μόνο στο προσωπικό σου όφελος, δεν υπάρχει ελπίδα.
Ξέρω όμως πως κατά βάθος αναζητάς τη χαρά και την ελπίδα, γι’ αυτό σε παρακαλώ γείτονα, συγχωριανέ και συμπατριώτη, έλα, έστω και τώρα, σ’ εκείνο το τριγυρισμένο με μπύρες και αποτσίγαρα παγκάκι, υπάρχει θέση αν θέλεις κενή, να δούμε παρέα το γλυκό ηλιοβασίλεμα. 


Κι αν τα λόγια τούτα σού φαίνονται φορτικά, θα ’θελα να σου θυμίσω του ποιητή τον πόνο: («Η κατάρα του πεύκου», Ζαχαρίας Παπαντωνίου)



 «Γιάννη, γιατί έκοψες τον πεύκο;
Γιατί; Γιατί;»
Αγέρας θα ’ναι, λέει ο Γιάννης
και περπατεί. Ανάβει η πέτρα, το λιβάδι βγάνει φωτιά.
Να ’βρισκε ο Γιάννης μια βρυσούλα,
μια ρεματιά! Μες το λιοπύρι, μες στον κάμπο να ένα δεντρί...
Ξαπλώθη ο Γιάννης αποκάτου,
δροσιά να βρει. Το δέντρο παίρνει τα κλαριά του
και περπατεί! Δεν θ΄ ανασάνω, λέει ο Γιάννης, γιατί, γιατί; «Γιάννη, πού κίνησες να φτάσεις;»
«Στα δυο χωριά.»
«Κι ακόμα βρίσκεσαι δω κάτου;
Πολύ μακριά!»
«Εγώ πηγαίνω, όλο πηγαίνω.
Τι έφταιξα εγώ;
Σκιάζεται ο λόγκος και με φεύγει,
γι' αυτό είμαι δω. Πότε ξεκίνησα; Είναι μέρες... για δυο, για τρεις...
Ο νους μου σήμερα δε ξέρω,
τ' είναι βαρύς».
«Να μια βρυσούλα, πιε νεράκι να δροσιστείς».
Σκύβει να πιει νερό στη βρύση,
στερεύει ευθύς. Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες,
φεύγει ο καιρός,
Στον ίδιο τόπο είν' ο Γιάννης,
κι ας τρέχει εμπρός... Να το χινόπωρο, να οι μπόρες,
μα πού κλαρί;
Χτυπιέται ορθός με το χαλάζι,
με τη βροχή.
«Γιάννη, γιατί έσφαξες το δέντρο,
το σπλαχνικό,
που 'ριχνεν ίσκιο στο κοπάδι
και στο βοσκό;»
Ο πεύκος μίλαε στον αέρα
- τ' ακούς, τ' ακούς;-
και τραγουδούσε σα φλογέρα
στους μπιστικούς.
«Φρύγανο και κλαρί του πήρες
και τις δροσιές
Και το ρετσίνι του ποτάμι
απ΄ τις πληγές. Σακάτης ήτανε κι ολόρθος, ως τη χρονιά,
Που τον εγκρέμισες για ξύλα,
Γιάννη φονιά!»
«Τη χάρη σου ερημοκλησάκι,
την προσκυνώ,
Βόηθα να φτάσω κάποιαν ώρα
και να σταθώ...
Η μάνα μου θα περιμένει
κι έχω βοσκή...
Κι είχα και τρύγο... Τι ώρα να ναι και τι εποχή; Ξεκίνησα το καλοκαίρι -να στοχαστείς-
Κι ήρθε και μ' ήβρε ο χειμώνας
μεσοστρατίς. Πάλι Αλωνάρης και λιοπύρι!
Πότε ήρθε; Πώς;
Άγιε, σταμάτησε το λόγκο,
που τρέχει εμπρός. Άγιε, το δρόμο δεν τον βγάνω
-με τι καρδιά;-
Θέλω να πέσω να πεθάνω,
εδώ κοντά.»
Πέφτει σα δέντρο απ΄ το πελέκι...
βογκάει βαριά.
Μακριά του στάθηκε το δάσος,
πολύ μακριά. Εκεί τριγύρω ούτε χορτάρι,
φωνή καμιά.
Στ΄ αγκάθια πέθανε, στον κάμπο,
στην ερημιά.-


Δέσποινα Κόλλια