Ο γάμος στα μέρη μας...


           Από τα χειρόγραφα “απομνημονεύματα” του Γεωργίου Παπάζογλου, πατέρα της αδελφής μας Β. Π., η οποία μας τα παραχώρησε και τα δημοσιεύουμε.
               

Ο γάμος στα μέρη μας, 
στην  περιοχή Γιοζγάτης (Yozgat) στην Καπαδοκία.

Στα μέρη μας πριν έναν αιώνα περίπου, οι νέοι δεν είχαν καμιά ελευθερία στο να διαλέγουν οι ίδιοι το ταίρι τους. Το διάλεγαν πάντοτε οι γονείς. Ο πατέρας ήταν ο απόλυτος κύριος για να κανονίσει τα ζητήματα του γάμου. Έτσι, γάμος από έρωτα δεν μπορούσε να γίνει. Μονάχα σε σπάνιες περιπτώσεις, μπορούσε να υπάρχει κάποια συμπάθεια μεταξύ του ζευγαριού. Το παλικάρι περνούσε τότε από το σοκάκι της κοπέλας, μήπως ειδωθούν φευγαλέα. Αλληλοκοιτάζονταν ερωτικά σε πανηγύρεις, σε γάμους ή σε οικογενειακές συγκεντρώσεις. Αλλά στο τέλος, ήταν απαραίτητη φυσικά η συγκατάθεση του πατέρα για την ένωση τους.
Όταν ο νέος γινόταν 20-25 χρονών ή η κοπέλα 15-20, ήταν καθήκον των γονιών να τους αρραβωνιάσουν και να τους παντρέψουν με συνοικέσιο. Έτσι τα αγόρια και τα κορίτσια μας παντρεύονταν πάντα με προξενιό, αλλά χωρίς προίκα. Γιατί εθεωρείτο μεγάλη αδιαντροπιά το να ζητήσεις προίκα. Ούτε και οι προξενήτρες αποβλέπανε ποτέ σε καμιά υλική αμοιβή. Τις ικανοποιούσε η σωστή διαδικασία, το ψυχικό που κάνανε και η εγκάρδια ευγνωμοσύνη του κοριτσιού, αν καλοτυχιζόταν.





Κάποτε πάντρευαν με συνοικέσιο για οικονομικούς λόγους, νεαρές κοπέλες χωρίς να ρωτηθούν, εν αγνοία τους, με ηλικιωμένους άντρες. Για παράδειγμα η πεθερά μου σε ηλικία 18 χρονών, είχε παντρευτεί χωρίς να θέλει, με κλάματα, έναν ευκατάστατο έμπορο 43 χρονών, άσχετο αν στη συνέχεια αποδείχθηκε ένας χρυσός άνθρωπος.
Επίσης ο θείος μου Βασιλάκης, είχε παντρέψει την ξαδέρφη μου την Ελένη, 18 χρονών και πανέμορφη κοπέλα, με έναν άντρα 42 χρονών, επειδή είχε ακούσει πως ήταν πολύ πλούσιος.
Έχω υπ' όψη μου και άλλους τέτοιους γάμους, αλλά δεν υπάρχει φυσικά λόγος να τους αναφέρω εδώ όλους.

Ο αρραβώνας.
Αν όλα πήγαιναν καλά και ευοδωνόταν το προξενιό, όριζαν κάποιο βράδυ να γίνουν οι αρραβώνες. Συγκεντρώνονταν στο σπίτι της νύφης οι συγγενείς των μελλονύμφων και οι προξενήτρες. Αν θέλανε να γίνει ο αρραβώνας πιο επίσημα, καλούσανε και τον ιερέα για να δώσει την ευλογία του.
Τα κεράσματα συνοδευόντουσαν πάντοτε με τις κατάλληλες για την περίσταση ευχές και πρόσφεραν για δώρα, στη νύφη φλουριά (κραμίτσες, μαχμουντάδες) ή κάποιο άλλο κόσμημα και στον γαμπρό συνήθως μια ασημένια σιγαροθήκη.
Όσοι θέλανε να αποφύγουν τον θόρυβο και την επίδειξη, αντί για την τελετή του αρραβώνα, αντάλλασαν ένα απλό "Ναι" συμφωνίας και αυτό ήταν αρκετό. Το "Ναι" εκείνη την εποχή είχε θέση ακατάλυτου συμβολαίου.
Οι τρυφερές εκδηλώσεις ανάμεσα στους αρραβωνιασμένους, δεν επιτρεπόταν να γίνονται στα φανερά. Η κοπέλα, αν τύχαινε να συναντήσει στο δρόμο τον αρραβωνιαστικό της, απομακρυνόταν αμέσως. Δεν πήγαινε κοντά του. Μονάχα τις Κυριακές και τις γιορτές, όταν το παλικάρι πήγαινε στο σπίτι του πεθερού του για επίσκεψη, εκεί κοντά στους γονείς της, μπορούσε ελεύθερα να κουβεντιάσει με τη μνηστή του.
Όταν ήμουνα 12 χρονών (το 1907), ο πατέρας μου επρόκειτο να πάει με έναν υποψήφιο γαμπρό και το συγγενολόι του στο σπίτι της νύφης, για να τελέσουν τους αρραβώνες. Ήταν νύχτα και με πήραν μαζί τους για να φωτίζω τον δρόμο τους με το φανάρι. Όταν φτάσαμε, η μητέρα της νύφης μου δώρισε όπως ήταν η συνήθεια, ένα σωρό καραμέλες και κουφέτες τυλιγμένες σε ένα μεγάλο όμορφο μεταξωτό μαντήλι. Σαν παιδάκι, με είχε κατενθουσιάσει το δωράκι αυτό και δεν το ξέχασα μέχρι σήμερα.







Προετοιμασίες για τον γάμο.
Στα μέρη μας, δηλαδή στη Γιοζγάτη και στις γύρω πόλεις και χωριά, ο γάμος γινόταν κατά κανόνα στην Εκκλησία την Κυριακή το πρωί, μετά την απόλυση της Λειτουργίας.
Ολόκληρη η εβδομάδα πριν από την τελετή του γάμου, ήταν για όλους τους ενδιαφερόμενους αφιερωμένη σε μια ζωηρή και πανηγυρική προετοιμασία.
Τη Δευτέρα και την Τρίτη οι "καλέστρες" γυρνούσαν στα σπίτια και προσκαλούσαν τους συγγενείς και φίλους να παρευρεθούνε στο γάμο. Η πρόσκληση αποσκοπούσε όχι μονάχα στην παρουσία τους στη γαμήλιο τελετή στην Εκκλησία, αλλά και στη συμμετοχή τους στα γλέντια και τους χορούς που γίνονταν ολόκληρο το Σάββατο, την παραμονή, στο σπίτι της νύφης και όλη μέρα την Κυριακή του γάμου, στο σπίτι του γαμπρού.
Την Πέμπτη, η μητέρα και η πεθερά της νύφης, την πήγαιναν στο λουτρό (χαμάμ) για να τη λούσουν. Προσκαλούσαν επίσης στο λούσιμο, τις στενές συγγένισσες και τις φιλενάδες της νύφης, που φέρνανε μαζί τους  φαγητά και σερμπέτια.
Μια που μέχρι τα 11 ή 12 μου χρόνια πήγαινα στο χαμάμ μαζί με τη γιαγιά και τη μάνα μου, θυμάμαι πως στη μέση της αίθουσας του λουτρού, υπήρχε μια μαρμάρινη χαμηλή εξέδρα. Πήγαιναν τη νύφη εκεί στην εξέδρα, με τα φρεσκογανωμένα τάσια και με μικρά καζανάκια γιομάτα νερό. Με γέλια, με χαρούμενα ξεφωνητά και αστεία, κάθε μια από τις φιληνάδες της έχυνε στο κεφάλι ένα τάσι γιομάτο νερό και της ευχόταν. Οι τελέκισσες (Τουρκάλες που υπηρετούσαν τις λουόμενες) χόρευαν και τραγουδούσαν για να πάρουν το μπαξίσι τους. Αφού στη συνέχεια λουζόντουσαν και οι άλλες γυναίκες της συνοδείας, στρώνανε τον σοφά του χαμάμ με τα κιλίμια και τα μαξιλάρια που είχαν φέρει μαζί τους. Εκεί, αναπαυόντουσαν και παράλληλα τρώγανε τα φαγητά που είχανε φέρει και πίνανε διάφορα σερμπέτια και βυσσινάδες για να δροσιστούνε. Έτσι, διασκεδάζανε με την ψυχή τους και το βραδάκι γυρνούσαν στα σπίτια τους.
Την Παρασκευή, απλώνανε όλα τα προικιά της νύφης στα ντιβάνια, στους καναπέδες ή άλλα τα κρεμούσαν στους τοίχους και προσκαλούσαν τους συγγενείς, τις γειτόνισσες και τις φίλες για να τα δούνε και να τα ράνουνε με κουφέτες και ρύζι, για να ριζώσει ο γάμος.
Προσφέρανε για κέρασμα ξερό καϊμάκι με μέλι, γλυκά διάφορα και οπωσδήποτε Ισλί (τριγωνικό γλύκισμα παρόμοιο στη γεύση με τα μελομακάρονα). Κάποια στιγμή ξεκινούσαν το τραγούδι και τον χορό στους ρυθμικούς ήχους του ντεφιού. Σύμφωνα με τα έθιμα μας, οι καλεσμένοι δεν έφερναν δώρα, αλλά όποιος ήθελε και ανάλογα με την οικονομική του κατάσταση, χάριζε στη νύφη ένα ή περισσότερα φλουριά.

 
Το Σάββατο ενώ στο σπίτι της νύφης, γλεντούσανε και πάλι ολημερίς με χορούς και τραγούδια, στο σπίτι του γαμπρού γινόταν πανηγυρικά μετά μουσικής, το ξύρισμα του με την παρουσία των στενών συγγενών και των φίλων του. Εκεί έστελνε η νύφη τα πιο εκλεκτά καλοκεντημένα προσόψια της και το καλύτερο μεταξωτό μαντήλι της, για το ξύρισμα του γαμπρού και του κουμπάρου.
Όταν τελείωνε ο κουρέας τα ξυρίσματα, παίρνοντας και τα ανάλογα μπαξίσια του, έστρωναν με κεντητά τραπεζομάντιλα τους σοφράδες (χαμηλά στρογγυλά τραπέζια), είτε στην αυλή του σπιτιού είτε έστρωναν κάτω στο πάτωμα της κάμαρας πάνω σε κιλίμια και καθόντουσαν γύρω-γύρω σταυροπόδι όλοι μαζί οι συγγενείς και φίλοι. Σερβίρανε διάφορα φαγητά, ποτά και γλυκά ταψιού, ιδιαίτερα βέβαια τον υπέροχο μπακλαβά.

Γαμήλιος τελετή μετ’ εμποδίων.
Όταν έφτανε η ευφρόσυνη, η πολυπόθητη μέρα του γάμου Κυριακή πρωί, ο γαμπρός στολισμένος κυριολεκτικά γαμπριάτικα μαζί με τους γονείς και τους πιο στενούς συγγενείς του, πήγαινε στο σπίτι της νύφης για να την παραλάβει και να τη φέρει στην Εκκλησία, να τη στεφανωθεί. Αλλά σύμφωνα με τα τότε έθιμα μας, τα έβρισκε σκούρα. Οι γονείς της νύφης αμπάρωναν τις πόρτες και τα παράθυρα, ταμπουρώνονταν μέσα στο σπίτι και δεν τους άφηναν να μπουν. Προβάλλανε διάφορα εμπόδια. Λέγανε πως η κόρη τους είναι τάχα μικρή ακόμα και θα περιμένουν να μεγαλώσει ή δεν είναι ακόμα έτοιμα τα προικιά και άλλα παρόμοια.

 Ερειπια εκκλησίας στη Γιοζγάτη σήμερα


Γινόταν ομηρικός καυγάς, ώσπου να κατακτηθεί η νύφη. Ο γαμπρός και το σόι του τράνταζαν τότε τις πόρτες, προσπαθούσαν να τις παραβιάσουν για να τις ανοίξουν, αλλά βρίσκανε μεγάλη αντίσταση. Οι γονείς και οι στενοί συγγενείς της νύφης, κοίταζαν να παιδέψουν τον γαμπρό με κάθε τρόπο, για όσο περισσότερο χρόνο μπορούσαν και να μην του παραδώσουν έτσι εύκολα τη νύφη.
Στο τέλος ο γαμπρός, έπαιρνε καμιά φορά στο χέρι του ένα σκεπάρνι και απειλούσε προσποιητά, πως θα έσπαγε την πόρτα αν δεν άνοιγαν. Τελικά ύστερα από κάποιο συμβιβασμό, υποχωρούσανε οι γονείς και άνοιγαν όλες τις πόρτες, οπότε ο γαμπρός έπαιρνε στην κατοχή του τη νύφη, στολισμένη με το νυφικό και τα κοσμήματα της και με γέλια και χαρά ξεκινούσαν για την Εκκλησία, όπου μετά την απόλυση της Λειτουργίας, οι καλεσμένοι περίμεναν με αδημονία τους μελλονύμφους, για την τελετουργία του γάμου.     




Πριν να αρχίσει η γαμήλια τελετή, η νύφη έκαμνε βαθιά "μετάνοια" και φιλούσε τα χέρια των γονιών της και των πεθερικών της.
Κατά την τελετουργία ενώ ψαλλόταν το "Ησαΐα χόρευε", ραίνανε το ζευγάρι με ρύζι και με μικρονομίσματα και τα πιτσιρίκια πέφτανε χάμω και τα μάζευαν.
Μετά την ιερή ακολουθία, οι νεόνυμφοι βγαίνανε έξω από την Εκκλησία στεφανωμένοι. Τους ακολουθούσαν σε παράταξη, ο ιερέας, οι γονείς, οι κουμπάροι, συγγενείς και φίλοι. Πολλές φορές προηγούνταν της όλης πομπής μουσικά όργανα, που παίζανε κατάλληλους για την περίσταση χαρμόσυνους σκοπούς.
Ενώ μπαίνανε οι νεόνυμφοι στην καινούργια τους κατοικία, κορίτσια τους ραίνανε με ροδόσταμο και οι δικοί τους σφάζανε αμνό, τη στιγμή που περνούσαν το κατώφλι του σπιτιού.
Στη μεγάλη σάλα, οι άντρες καθόντουσαν ξεχωριστά από τις γυναίκες. Αν δεν υπήρχε σάλα, οι άντρες και οι γυναίκες καθόντουσαν σε χωριστά δωμάτια. Τα κεράσματα στους καλεσμένους ήταν συνήθως, γλυκά κουταλιού, κουφέτες και υπέροχο τσουρέκι σε σχήμα κουλουριού.
Μετά από τα πρώτα και δεύτερα κεράσματα, αποχωρούσαν ο ιερέας και οι ηλικιωμένοι και επακολουθούσε φαγοπότι και χορός μέχρι τα μεσάνυχτα, με τη συνοδεία μουσικών οργάνων και τραγουδιών.
Ιδιαίτερα στη Γιοζγάτη ήταν ξακουστός ο Αρμένικος μουσικός όμιλος "Κουκάς" (Κουκάς-τακιμί), που παίζανε με καταπληκτική μαεστρία βιολί, κλαρίνο, σαντούρι και ντέφι. Τους αγκαζάριζαν οι πλούσιοι και τους πλήρωναν για κάθε γάμο, πέντε χρυσές λίρες.



Όλοι οι παριστάμενοι διασκέδαζαν ολόψυχα και χόρευαν με την καρδιά τους και με μεγάλο κέφι καρσιλαμά, τσιφτετέλι, πόλκα, βαλς και καντρίλιες.
Σύμφωνα με τα έθιμα μας, η νύφη έπρεπε να χορέψει από μια φορά ξεχωριστά, με όλο το συγγενολόι και το δικό της και του άντρα της. Έτσι ξεθεωνόταν η καημένη όλη μέρα, για να ευχαριστήσει χώρια τον καθένα, χορεύοντας μαζί του.
Κάποτε, τελείωναν όλα. Παύανε τα μουσικά όργανα και ο κόσμος έφευγε. Οι νεόνυμφοι αποσύρονταν πια στο νυφικό τους θάλαμο. Τα γαμήλια στρωσίδια ήταν καλυμμένα με ατλαζένια μεταξωτά παπλώματα και μαξιλάρια.
Την επομένη, Δευτέρα πρωί, ερχόταν κατά το κοινό έθιμο, η μάνα του γαμπρού ή κάποια ηλικιωμένη συγγένισσα τους, για να εκπληρώσει μια λεπτή, αλλά πολύ σοβαρή καθώς τη θεωρούσανε, αποστολή. Έπρεπε να πεισθούν οι γονείς και οι συγγενείς του γαμπρού, ότι η νύφη ήταν παρθένα. Γι' αυτό ήταν απαραίτητο να επιδειχθεί το εσώρουχο της ή το σεντόνι που κοιμήθηκε το ζευγάρι, αλλιώς ο σύζυγος είχε δικαίωμα να ζητήσει αμέσως διαζύγιο.
Μετά τον γάμο, η νύφη αφοσιωνόταν στον άντρα και τα παιδιά της και στη φροντίδα του νοικοκυριού της. Φυσικά στα νιάτα της μέχρι να παντρευτεί, βρισκόταν κάτω από την κηδεμονία των γονιών της. Με τον γάμο άλλαζε κηδεμονία.