Takva : A Man’s Fear of God


 Άκόμα μια ταινιοκριτική από τον αγαπητό συνεργάτη μας, τον ψυχίατρο Μ.Ψ., τον οποίο και ευχαριστούμε. To κείμενο αναλύει μια βραβευμένη  Τουρκική ταινία που παεριγράφει τους πειρασμούς του θρησκευτικού ανθρώπου. Θα θέλαμε να σημειώσουμε πως δεν έχει σημασία αν το κείμενο αποκαλύπτει την πλοκή, αφού μια καλή ταινία παρακολουθείται ανεξάρτητα από το αν έχεις διαβάσει την εξέλιξη. Ίσα-ίσα με τις παρουσιάσεις αυτές θέλουμε να σας προτρέψουμε να δείτε τις ταινίες.

 

Η σημαντική αυτή ταινία απο την Τουρκία (2006), σκηνοθετημένη από τον Ozer Kiziltan, μας παρουσιάζει με πολύ ρεαλισμό την ιστορία ενός ήσυχου, μοναχικού ανθρώπου, που αγωνίζεται να σώσει τη ψυχή του στη σύγχρονη Κωνσταντινούπολη. Με πρωταγωνιστή τον Erkan Can, η ταινία τιμήθηκε με διεθνείς διακρίσεις στο Τορόντο, στο Σεράγιεβο, στη Νυρεμβέργη και στη Γενεύη καθώς και με το βραβείο Fipresci στο Φεστιβάλ του Βερολίνου το 2007.
Ο ισλαμικός όρος Takva ή Taqwa, προέρχεται από το εβραϊκό Tikvah που σημαίνει ελπίδα και αναφέρεται στο φόβο του Θεού, τη σταθερή πίστη και την τήρηση των εντολών του Αλλάχ.


Ο Muharrem ένας μεσήλικας Τούρκος, ζει σε μια φτωχογειτονιά της Πόλης στο παλιό σπίτι των γονιών του, που οι φωτογραφίες τους τον εποπτεύουν στη σιωπηλή μοναξιά του. Τίμιος και ευσυνείδητος, εργάζεται όλη μέρα σε έναν έμπορο που πουλάει σακιά και συμμετέχει τακτικά στις τελετουργικές προσευχές της τοπικής Σουφικής κοινότητας, όπου όλοι τον εκτιμούν για την ευσέβεια του.
Οι μέρες του μοιάζουν ήρεμες, προγραμματισμένες, περιχαρακωμένες όπως και ο ίδιος με αυστηρότητα μακριά από τον κόσμο και τους πειρασμούς του, που όμως βρίσκουν κάποιες αφύλακτες διόδους, τρυπώνουν αυθαίρετα στα όνειρα του και τον αναστατώνουν. Με πολλή προσοχή ο Κιζιλτάν, αποφεύγει να διευρύνει με περιττές εξωτερικές σκηνές τη λιτή εσωστρέφεια του Μουχαρέμ, εστιάζοντας στις σεμνές προσπάθειες που καταβάλλει να κρατηθεί ταπεινός στον παραδοσιακό τρόπο ζωής του, που αποτελεί και την ασπίδα προστασίας του.     


Ο Άρχοντας (Ηγούμενος, πνευματικός) της Μονής των Σούφι όμως, αποφασίζει να του αναθέσει την είσπραξη των ενοικίων από τα ακίνητα που διαθέτει η Μονή και χρηματοδοτούν τις σχολές της. Ο σκοπός είναι ιερός, και παρά τις επιφυλάξεις του, δέχεται τελικά παράλληλα με τη δουλειά του να αναλάβει και τα νέα του καθήκοντα. Η αναγνώριση της ακεραιότητας του χαρακτήρα του είναι ένα κίνητρο, αλλά η ικανοποίηση που αισθάνεται του δημιουργεί συγχρόνως αμηχανία και ανησυχία.
Η ζωή του Μουχαρέμ σύντομα αλλάζει. Μεταφέρει λίγα πράγματα από το σπίτι του, για να εγκατασταθεί σε ένα κελί στη Μονή, σύμφωνα με την επιθυμία του Άρχοντα.  Σαν επίσημος εισπράκτορας των ενοικίων της Μονής θα πρέπει να έχει εμφάνιση ανάλογη με τη θέση του. Του προμηθεύουν κοστούμια, καινούργιο ρολόι, κινητό τηλέφωνο, του διαθέτουν ακόμα και αυτοκίνητο με οδηγό για τον μεταφέρει όπου θέλει. Κινείται πια σε όλη την πόλη, σε καινούργια κτίρια, σε μοντέρνα καταστήματα, συναντιέται με σημαντικούς ανθρώπους, όπως άλλωστε σημαντικός είναι τώρα και ο ίδιος. Είναι ελεύθερος να διώχνει ενοικιαστές που ο ίδιος δεν τους εγκρίνει, μπορεί να μην εισπράξει ακόμα κάποια ενοίκια, αν αναλάβει την ηθική ευθύνη της μείωσης των εσόδων της Μονής. Ο Άρχοντας σχεδιάζει να τον παντρέψει με την κόρη του, αλλά ο συνεσταλμένος Μουχαρέμ μη γνωρίζοντας ποια νύφη του προόριζαν, αρνείται στον βοηθό του Άρχοντα την προοπτική ενός γάμου, αφού έχει αφιερώσει τη ζωή του στον Θεό. 
Ο νέος τρόπος ζωής του ωστόσο, με την άσκηση εξουσίας που του παρέχει και με τη διεύρυνση του κοσμικού του ορίζοντα, τον τροφοδοτεί με καταιγισμό ερεθισμάτων. Ποτίζει σιγά-σιγά την ταπεινή του καρδιά και την αλλοιώνει, εισχωρεί στην ψυχή του και κλονίζει τις αδύναμες αντιστάσεις του. Όταν αισθανόταν ταπεινός δεν θύμωνε. Τώρα γίνεται οξύθυμος, απότομος, επιθετικός. Αντιλαμβάνεται ενοχλημένος τη σημασία που δίνουν στο χρήμα, άνθρωποι τους οποίους σέβεται. Δέχεται μια συντονισμένη και πολύπλευρη δαιμονική επίθεση, χωρίς να μπορεί να αντιδράσει. 


 Στα όνειρα του εισβάλλουν εικόνες λαγνείας και αίματος. Τα όνειρα αποκαλύπτουν πολλές φορές τον εσώτερο ψυχισμό μας. Ο Άρχοντας, θα μπορούσε να τον συμβουλεύσει, όμως βρίσκεται σε 40ήμερη άσκηση απομόνωσης.  
Απομονωμένος και ο Μουχαρέμ από τις συνήθειες τόσων χρόνων που τον κρατούσαν σταθερό στις εντολές του Θεού, εκτεθειμένος σε καινούργιες εικόνες και παραστάσεις  που διαβρώνουν την πίστη του, είναι πια «ώριμος» να δεχτεί το καίριο διαβολικό χτύπημα. Ο Κιζιλτάν θέλει να είναι ιδιαίτερα σαφής στο σημείο αυτό. Το «κακό» προσωποποιείται και σαν πελάτης εργολάβος οικοδομών, απευθύνεται στον Μουχαρέμ για να αγοράσει σακιά. Εκείνος σε μια μοιραία απροσδιόριστη στιγμή, με τη βούληση αποπροσανατολισμένη, με τη σκέψη μετεωρισμένη και την καρδιά του ψυχρή, τον εξαπατά ζητώντας του ένα υπερβολικό ποσό. Ο εργολάβος το πληρώνει χωρίς αντιρρήσεις και του διευκρινίζει συνωμοτικά πως τα σακιά ήταν απλά μια πρόφαση για να τον πλησιάσει. Η φήμη του τάχα για την ευσέβεια του, έχει απλωθεί σε όλη την πόλη.
Το αμάρτημα συντελέστηκε. Ο Μουχαρέμ καταρρακωμένος, απορεί πως μπόρεσε να το διαπράξει. Κατακλυσμένος από τύψεις προσπαθεί να απαλλαγεί από τα επιπλέον χρήματα, για να μην υποψιαστεί κανείς ότι ίσως κλέβει από τα ενοίκια της Μονής. Προσεύχεται, αλλά η σχέση του με τον Θεό έχει πια κλονισθεί.

Ο «εργολάβος» επανέρχεται μαζί με άλλους δύο «φίλους» του που επιθυμούν επίσης να τον γνωρίσουν, με το πρόσχημα και πάλι να αγοράσουν όλοι σακιά σε όποια τιμή τους ζητήσει. Νιώθει παγιδευμένος, σε απόλυτο αδιέξοδο. Η κατά μέτωπο αυτή επίθεση τον βρίσκει τελείως απροετοίμαστο. Ίσως είναι η δίκαιη τιμωρία του. Πετάγεται έξω στο δρόμο, στην καταρρακτώδη βροχή, απελπιστικά μόνος, δραματικά αβοήθητος. Δεν υπάρχει μέρος να κρυφτεί, ούτε τρόπος να ξεφύγει από το αβάσταχτο βάρος της ενοχής του.
Η επόμενη σατανική προσωποποίηση, αποτελεί και τη χαριστική βολή. Βλέπει μπροστά του ζωντανή τη γυναίκα που ταράζει τις νύχτες τα όνειρα του. Την ακολουθεί και με φρίκη αντιλαμβάνεται πως κατευθύνεται στην είσοδο της Μονής. Προσπαθεί να την εμποδίσει να μπει, να μη μολύνει τον ιερό χώρο. Όμως δεν είναι πια άξιος να υπερασπιστεί την ιερότητα της Μονής. Εκείνη, είναι η κόρη του Άρχοντα! Η αποκάλυψη αυτή, επισφραγίζει την απόλυτη ήττα του Μουχαρέμ από τους δαίμονες που ανελέητα τον κύκλωσαν, τον εξουθένωσαν και τον κατέστρεψαν.
Δεν υπάρχει επιστροφή, οι δαίμονες βρίσκονται παντού, είναι το τέλος!
Η έσχατη ψυχολογική του άμυνα, τον καθηλώνει προστατευτικά σε κατάσταση εμβροντησίας (stupor). Ό, τι και να επακολουθήσει, εκείνος είναι πια απών.
Η ταινία ολοκληρώνεται με μια τραγικά ειρωνική σκηνή. Η κόρη του Άρχοντα, σε ένα ρόλο τελείως διάφορο από τα όνειρα του Μουχαρέμ, έχει αναλάβει την περίθαλψη του και μπροστά στο άδειο πέτρινο βλέμμα του πλησιάζει στο κρεβάτι και του βάζει στο στόμα το φάρμακο του. 

  
Μέσα στη μικρή αυτή ιστορία του Μουχαρέμ, ο Κιζιλτάν μας παρουσιάζει τον πόλεμο και τις μεθόδους του Σατανά που καταφέρνει πάντοτε να παγιδεύσει δόλια όσους επιχειρούν να συμμετάσχουν στην «περιπέτεια» της ζωής με τους όρους του Θεού, χωρίς να έχουν συνείδηση των αδυναμιών τους και χωρίς να αφήνονται με εμπιστοσύνη στα χέρια Του. Γιατί ο Θεός περιμένει να επιστρέφουμε από τις ανόητες περιπλανήσεις μας, συγκλονισμένοι από τη χαρά του γυρισμού μας, να Τον αναζητούμε με όλη μας την καρδιά, τρέχοντας με λαχτάρα στους δρόμους που ο ίδιος μας χαράζει για να Τον συναντήσουμε και όχι να μεριμνούμε για τη σωτηρία μας φοβισμένοι, αναδιπλωμένοι νευρωτικά στον εαυτό μας, προσπαθώντας καταναγκαστικά να αποφύγουμε παγίδες και κακοτοπιές.
Σέβεται απόλυτα την πνοή ελευθερίας που μας εμφύσησε, γι’ αυτό και μας θέλει γενναίους στις αποφάσεις και στις ενέργειες μας.
Αντίθετα ο Σατανάς παραβιάζει την ελευθερία μας σε κάθε ευκαιρία που εμείς του παρέχουμε, υποκαθιστώντας την αδύναμη πίστη μας με κοσμικές επιθυμίες και βιοτικές ανάγκες. Μας υποβάλλει χίλιους λόγους για να νιώθουμε ανικανοποίητοι, δυσθυμικοί, στερημένοι και ανασφαλείς, αδικημένοι, προσβεβλημένοι. Μας εξωθεί στα άκρα με κατάλληλα στημένες εξωτερικές καταστάσεις ή με εσωτερικές επεμβάσεις στο χλιαρό συναίσθημα και στην αυτάρεσκη λογική μας, ώστε να μεταλλάσσει την προσωπικότητα μας. Και όταν οι καλές μας προθέσεις οδηγούν τα βήματα μας προς τον Θεό με την προσφορά κάποιου μικρού ή μεγαλύτερου θεάρεστου έργου, θα πρέπει να αναμένουμε σαν τον Μουχαρέμ τα ανάλογα εμπόδια που έχουν σκοπό να ματαιώσουν την προσπάθεια μας.

Η μόνη βοήθεια που μπορούμε να έχουμε για να μην υποκύψουμε στις επιθέσεις αυτές, είναι η προσευχή. Όμως η προσευχή μας για να εισακουσθεί από τον Θεό, πρέπει να απευθύνεται  σ’ Εκείνον με την απλότητα της εμπιστοσύνης, με την αμεσότητα της αγάπης και με την υπευθυνότητα της ταπεινοφροσύνης. 

Η Συνείδηση είναι η πυξίδα της ψυχής μας στο ταξίδι της ζωής. Ο Μουχαρέμ με πολλή ευαισθησία ενημερώθηκε άμεσα για τη λάθος πορεία του. Όμως η αγωνία του αυτοέλεγχου δεν πρέπει να μας σύρει σε σκοτεινά αδιέξοδα, να απομακρύνει από την καρδιά μας την ελπίδα και να αμφισβητεί την απέραντη αγάπη του Θεού για μας.
Οι τύψεις που αναπτύσσονται σε έδαφος ολιγοπιστίας, υποδαυλίζονται εύκολα από τα πονηρά πνεύματα, γιγαντώνονται σαν πυρκαγιές που σαρώνουν τα πάντα στο πέρασμα τους και μας οδηγούν αστραπιαία σε ολέθριους δρόμους πανικού, απόγνωσης και απελπισίας. Εκεί δεν υπάρχει Θεός, μόνο άρνηση!
 Ο αυτοέλεγχος πρέπει να γίνεται με προσευχή μαζί, ενώπιον πάντοτε του Θεού. Με την καρδιά μας ανοικτή στην αγάπη Του, να αναγνωρίζουμε τα λάθη μας, μικρά ή μεγάλα και να τα αποθέτουμε στο Έλεος Του.
Η βαθιά αίσθηση της ενοχής και η κατανόηση των αστοχιών μας και των συνεπειών τους, δεν πρέπει να αποσκοπούν και να επιφέρουν τη σκληρή αυτοτιμωρία μας σε μια κόλαση ανηλεών τύψεων, αλλά να προσβλέπουν πάντοτε μέσα από την ειλικρίνεια της μετάνοιας μας με τη βοήθεια του Θεού, στην προσδοκία της οριστικής επιστροφής στην Πατρική Εστία και στη βεβαιότητα της εκ του κόσμου Ανάστασης.

Μ. Ψ.