ΠΕ­ΡΙ ΤΗΣ ΔΙ­ΚΑΙ­Ο­ΣΥ­ΝΗΣ ΤΟΥ ΘΕ­ΟΥ

Τό για­τί βλέ­που­με νά πε­θαί­νουν ἤ νά ὑ­πο­φέ­ρουν ἄνθρωποι δί­και­οι, ἐ­νῶ πολλοί ἄ­δι­κοι εὐ­η­με­ροῦν, εἶ­ναι ἕ­να ἐ­ρώ­τη­μα πού συ­χνά προ­βλη­μα­τί­ζει. Κάποιοι ἀδελφοί μας, ἀ­δύ­να­τοι στήν πί­στη, σκαν­δα­λί­ζον­ται δι­καίολογημένα ἀ­φοῦ δέν ἀ­να­ζη­τοῦν τήν ἀ­πάν­τη­ση στό Φῶς τῆς Γρα­φῆς, ἀλ­λά προ­σπα­θοῦν μέ κο­σμι­κό τρό­πο νά βροῦν ἀ­πάν­τη­ση.

Κα­τ' ἀρ­χάς πρέ­πει νά το­νί­σου­με ὅ­τι τό ἐ­ρώ­τη­μα αὐ­τό εἶ­ναι λαν­θα­σμέ­νο. Ζοῦ­με σέ ἕ­να κό­σμο ὅ­που βα­σι­λεύ­ει ἡ φθο­ρά καί ὁ θά­να­τος ἐξ αἰ­τί­ας τῆς πτώ­σε­ως τοῦ ἀν­θρώ­που καί τό νά ἀ­να­ρω­τι­ό­μα­στε για­τί πε­θαί­νουν οἱ Χρι­στια­νοί εἶ­ναι προ­φα­νῶς ἀ­φε­λές. Κα­νείς δέν γνω­ρί­ζει τό σχέ­διο τοῦ Θε­οῦ καί κα­νείς δέν γνω­ρί­ζει τήν ὥ­ρα τῆς ἐ­ξό­δου του. Τό μό­νο μέ­λη­μά μας θά πρέ­πει νά εἶ­ναι νά εἴ­μα­στε ἔ­τοι­μοι, γιά νά μήν βρε­θοῦ­με ἔ­ξω τοῦ νυμ­φῶ­νος.

Οἱ πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, μᾶς ἐ­ξη­γοῦν ρ­μη­νεύ­ον­τας τήν πα­ρα­βο­λή τοῦ πλου­σί­ου καί τοῦ Λα­ζά­ρου, ὅ­τι τήν δι­και­ο­σύ­νη τοῦ Θε­οῦ θά πρέ­πει νά τήν ἀ­να­ζη­τή­σου­με στήν ἄλ­λη ζω­ή, τήν πέ­ρα ἀ­πό τόν τά­φο. Ὅ­πως ὁ Λά­ζα­ρος, οἱ δί­και­οι θά ὁ­δη­γη­θοῦν εἰς τόν κόλ­πον Ἀ­βρα­άμ καί οἱ ἁ­μαρ­τω­λοί θά ζη­τοῦν λί­γη πα­ρη­γο­ριά, ὅ­πως ὁ πλού­σιος ἀ­πό τόν πρώ­ην τα­λαί­πω­ρο ὑ­πη­ρέ­τη του.

Οἱ θλί­ψεις τῆς πα­ρού­σης ζω­ῆς ὁ­δη­γοῦν τόν πι­στό στήν αἰ­ώ­νιο τρυ­φή ὅ­πως μᾶς λέ­γει ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, καί μά­λι­στα τήν χα­ρά τήν νοι­ώ­θου­με ἀ­πό αὐ­τή τήν ζω­ή: Μπο­ρεῖ ἐ­ξω­τε­ρι­κά νά βα­δί­ζου­με στό θά­να­το, ἐ­σω­τε­ρι­κά ὅ­μως, μέ­ρα μέ τήν ἡ­μέ­ρα, ἡ ζω­ή μας ἀ­να­νε­ώ­νε­ται. Ὅ­τι προ­σω­ρι­νά μᾶς ἀ­σκεῖ μιά ἐ­λα­φρή πί­ε­ση πά­νω μας, μᾶς προ­ε­τοι­μά­ζει γιά ὁ­λο­έ­να με­γα­λύ­τε­ρο πλοῦ­το αἰ­ώ­νιας δό­ξας. (Β΄Κορ. 4.16-17)

Πρέ­πει νά μά­θου­με νά σκε­φτό­μα­στε μέ ἄλ­λο τρό­πο ἀ­πό αὐ­τόν τοῦ κό­σμου τού­του. Ζη­τᾶ­με δι­και­ο­σύ­νη καί δέν κα­τα­λα­βαί­νου­με ὅ­τι ἄν ὁ Θε­ός ἦ­ταν δί­και­ος σύμ­φω­να μέ τά δι­κά μας μέ­τρα, θά μᾶς εἶ­χε ἐ­ξον­τώ­σει πρό πολ­λοῦ. Μι­λᾶ­με γιά ἄ­δι­κο θά­να­το καί δέν σκε­φτό­μα­στε ὅ­τι ὅ­λοι οἱ μάρ­τυ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας ἄ­δι­κα ἀ­πε­βί­ω­σαν κι οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι Ἅ­γιοι ἀ­δι­κή­θη­καν στήν ζω­ή τους. Κι ὅ­πως λέ­γει ὁ Ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος, εἶ­ναι πο­λύ δυ­στυ­χής καί ἀ­πε­ρί­σκε­πτος ὅ­ποι­ος θά προ­τι­μοῦ­σε ἕ­να δί­και­ο θά­να­το κι ὄ­χι ἄ­δι­κο. Ὁ δί­και­ος θά­να­τος ση­μαί­νει ὅ­τι δι­α­πρά­ξα­με τό­σο με­γά­λη ἁ­μαρ­τί­α ὥ­στε νά ἐ­πι­σύ­ρου­με τήν ὀρ­γή τοῦ Θε­οῦ.

Με­ρι­κοί ἀ­δελ­φοί προ­σπα­θοῦν νά κα­τα­λά­βουν μέ τό νοῦ, τί κρύ­βε­ται πί­σω ἀ­πό τίς ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ καί ἀ­να­λί­σκον­ται σέ συ­ζη­τή­σεις πού μᾶλ­λον σέ πει­ρα­σμούς ὁ­δη­γοῦν καί σέ ἀρ­γο­λο­γί­α. Θά τούς θυ­μί­σου­με τά λό­για τοῦ ἀβ­βᾶ Ζή­νω­να ἀ­πό τό γε­ρον­τι­κό: Ἄ­φη­σαν οἱ ἄν­θρω­ποι τίς ἁ­μαρ­τί­ες τους καί ἐ­ρευ­νοῦν τά οὐ­ρά­νια. Οἱ ἅ­γιοι τό μό­νο πού ζη­τοῦ­σαν ἀ­πό τόν Θε­ό ἦ­ταν τό ἔ­λε­ός του, γνω­ρί­ζον­τας ὅ­τι τούς πει­ρα­σμούς τούς πα­ρα­χω­ρεῖ ὁ Θε­ός γιά τήν σω­τη­ρί­α μας.

Τήν δι­και­ο­σύ­νη τοῦ Θε­οῦ λοι­πόν δέν τήν γνω­ρί­ζου­με, ὅ­μως ἐ­κεῖ­νο πού σί­γου­ρα γνω­ρί­ζου­με, εἶ­ναι πώς ὁ­δη­γεῖ στήν σω­τη­ρί­α μας. Μό­νο πού πρέ­πει νά μά­θου­με νά βλέ­που­με τόν κό­σμο μέ ἄλ­λο τρό­πο, νά ἀ­νοί­ξου­με τούς ὀ­φθαλ­μούς τῆς καρ­διᾶς μας, γιά νά κα­τα­λά­βου­με τί κρύ­βε­ται πί­σω ἀ­πό κά­θε γε­γο­νός τοῦ βί­ου μας. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ σκο­πός τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς, νά ἀ­νοί­ξου­με τά μά­τια ὥ­στε νά ἐ­πι­στρέ­ψου­με ἀ­πό τό σκο­τά­δι στό φῶς κι ἀ­πό τήν ἐ­ξου­σί­α τοῦ σα­τα­νᾶ στόν Θε­ό, ὅ­πως εἶ­πε ὁ Κύ­ριος στόν Σα­ούλ στό δρό­μο γιά τήν Δα­μα­σκό (Πρ. 26,18). Κι αὐ­τό μπο­ρεῖ νά γί­νει μό­νο μέ τήν τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν, μέ τήν με­λέ­τη τοῦ Λό­γου τοῦ Θε­οῦ, μέ τήν ἄ­σκη­ση, μέ τήν συμ­με­το­χή μας στά μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Θά τε­λει­ώ­σου­με μέ μί­α ἱ­στο­ρί­α ἀ­πό τό γε­ρον­τι­κό : Κά­ποι­ος ἀ­πό τούς πα­τέ­ρες δι­η­γή­θη­κε ὅ­τι στήν ἔ­ρη­μο Νει­λου­πό­λε­ως ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­να­χω­ρη­τής καί ὅ­τι τόν ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε ἕ­νας εὐ­σε­βῆς λα­ϊ­κός. Στήν πό­λη ζοῦ­σε ἕ­νας ἄν­θρω­πος πλού­σιος καί ἀ­σε­βής. Ὅ­ταν αὐ­τός πέ­θα­νε, τόν ξε­προ­βό­δι­σε ὁ­λόκ­λη­ρη ἡ πό­λη καί ὁ ἐ­πί­σκο­πος μέ λαμ­πά­δες καί θυ­μι­ά­μα­τα.

Ὁ δι­α­κο­νη­τής τοῦ ἀ­να­χω­ρη­τῆ βγῆ­κε νά τοῦ πά­ει ψω­μί, ὅ­πως συ­νή­θι­ζε, καί βρί­σκει τόν ἀ­να­χω­ρη­τή κα­τα­σπα­ραγ­μέ­νο ἀ­πό ὕ­αι­να. Ἔ­πε­σε μέ τό πρό­σω­πο ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ κι ἔ­λε­γε: " Κύ­ρι­ε, δέν ση­κώ­νο­μαι μέ­χρις ὅ­του μέ πλη­ρο­φο­ρή­σεις πῶς ἐ­ξη­γοῦν­ται αὐ­τά: Ἐ­κεῖ­νος ὁ ἀ­σε­βής κη­δεύ­τη­κε μέ τό­ση με­γα­λο­πρέ­πεια καί ὁ ἐ­νά­ρε­τος πού σέ ὑ­πη­ρέ­τη­σε νύ­χτα – μέ­ρα νά πε­θά­νει μέ τέ­τοι­ο τρό­πο."

Ἦρ­θε ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου καί τοῦ εἶ­πε : " Ἐ­κεῖ­νος ὁ ἀ­σε­βής εἶ­χε κά­ποι­ο μι­κρό κα­λό καί πῆ­ρε τήν ἀν­τα­μοι­βή του έ­δῶ, ἐ­νῶ δέν θά ἔ­χει ἐ­κεῖ καμ­μιά ἄ­νε­ση. Αὐ­τός ὁ ἀ­σκη­τής ἦ­ταν βέ­βαι­α ἄν­θρω­πος στο­λι­σμέ­νος μέ κά­θε ἀ­ρε­τή, ὅ­μως καί αὐ­τός εἶ­χε σφά­λει λί­γο. Καί πλή­ρω­σε ἐ­δῶ, γιά νά βρε­θεῖ ἐ­κεῖ κα­θα­ρός μπρο­στά στόν Θε­ό".

Πῆ­ρε τήν πλη­ρο­φο­ρί­α αὐ­τή κι ἔ­φυ­γε, δο­ξά­ζον­τας τόν Θε­ό γιά τήν δι­και­ο­σύ­νη του.­..

π. Χ. Μ.