Κυματιστοὶ ἀμπελῶνες καὶ ὑπέρθυρα ἐκκλησιῶν...

Μέσα σ᾿ να τέτοιο πνεμα εχα κινηθε λλοτε, ταν λεγα τι να τοπίο δν εναι, πως τ ντιλαμβάνονται μερικοί, κάποιο πλς σύνολο γς, φυτν κα δάτων. Εναι προβολ τς ψυχς νς λαο πάνω στν λη.

Θέλω ν πιστεύω -κα πίστη μου ατ βγαίνει πάντοτε πρώτη στν γώνα της μ τ γνώση- τι, πως κα ν τ ξετάσουμε, πολυαιώνια παρουσία το λληνισμο πάνω στ δθε κεθε το Αγαίου χώματα φτασε ν καθιερώσει μιν ρ θ ο γ ρ α φ ί α, που τ κάθε μέγα, τ κάθε ψιλον, κάθε ξεα, κάθε πογεγραμμένη, δν εναι παρ νας κολπίσκος, μι κατωφέρεια, μι κάθετη βράχου πάνω σ μι καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστο μπελνες, πέρθυρα κκλησιν, σπράκια κοκκινάκια, δ κε, π περιστερινες κα γλάστρες μ γεράνια.

Εναι μι γλώσσα μ πολ αστηρ γραμματική, πο τν φκιασε μόνος του λαός, π τν ποχ πο δν πήγαινε κόμη σχολεο. Κα τν τήρησε μ θρησκευτικ προσήλωση κι ντοχ ξιοθαύμαστη, μέσα στς πι δυσμενες κατονταετίες. σπου ρθαμ᾿ μες, μ τ διπλώματα κα τος νόμους, ν τν βοηθήσουμε. Κα σχεδν τν φανίσαμε. π τ να μέρος το φάγαμε τ κατάλοιπα τς γραφς του κα π τ λλο το ροκανίσαμε τν δια του τν πόσταση, τν κοινωνικοποιήσαμε, τν μεταβάλαμε σ ναν κόμα μικροαστό, πο μς κοιτάζει πορημένος π κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας το Αγάλεω.

Δν ναφρομαι σ καμμι χαμνη γραφικτητα. Οτε θυμμαι ν ᾿χω ζσει σ καμμι καλ ποχ γι ν τ νοσταλγ. πλς, δν νχομαι τς νορθογραφες. Μ ταρζουν. Νιθω σν ν᾿ νακατνονται τ γρμματα στ διο μου τ πνυμο, ν μν ξρω ποις εμαι, ν μν νκω πουθεν. Τσο πολ ασθνομαι ν εναι ζω μου συνυφασμνη μ᾿ ατν τν «δργεια λαλι», πο δν εναι παρ πτικ φση τς λληνικς λαλις, τς κανς μ τ διπλ της πστασην μιλε κα ν ζωγραφζει συνμα. Κα πο ξακολουθε θρυβα σο κα δραστικ, παρ τς νωθεν πεμβσεις, ν εσχωρε λονα μσα στν στορα κα μσα στ φση πο τ γννησαν, τσι στε ν μετατρπει τερστιες ποστητες παρελθντος χρνου σ παρν, κα ν μετατρπεται π τ παρν ατ σ ργανο προικισμνο μ τ δναμη ν δηγε τ στοιχεα τς ζως μας στν πρωτογεν φυσικ τους λθεια.

(Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Τὰ Δημόσια καὶ τὰ Ἰδιωτικά», ἐκδ. Ἴκαρος, 1990)