ΜΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ π. ΣΤΑΥΡΟ...

Τό κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από μια συζήτηση που έκανε η παρέα τῶν Παμ. Ταξιαρχών Μοσχάτου με τον π. Σταύρο Κοφινά, με θέμα τις σχέσεις και τη μο­να­ξιά μέ­σα στο γά­μο.

Όλο το κείμενο στό "ΑΡΧΑΓΓΕΛΩΝ ΚΕΙΜΕΝΑ".


ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΛΕΕΙ «ο μο­να­χός ο άν­θρω­πος, ό­ταν εί­ναι με άλ­λους που γε­λά­νε, νοι­ώ­θει δύ­ο φο­ρές μό­νος». Υ­πάρ­χει μια δι­α­φο­ρά στο να νοι­ώ­θεις μο­να­ξιά και να εί­σαι όν­τως μό­νος. Αν υ­πάρ­χουν οι σχέ­σεις που υ­πάρ­χουν, τό­τε αν­τέ­χεις αυ­τό και μά­λι­στα σε βά­ζει να ε­κτι­μή­σεις και τις σχέ­σεις πε­ρισ­σό­τε­ρο, τις βά­ζεις σε κα­λύ­τε­ρη προ­ο­πτι­κή. Αν δεν υ­πάρ­χουν, όν­τως το να εί­σαι μό­νος προ­κα­λεί μο­να­ξιά.

Αλ­λά ε­πι­μέ­νω ό­τι χρει­ά­ζε­ται να βι­ώ­σεις το να εί­σαι με τον ε­αυ­τό σου, να εί­σαι μπρο­στά στο θά­να­το. Τό­τε θα βά­λεις αυ­τή τη ζω­ή σε σω­στή προ­ο­πτι­κή. Τό­τε θα α­να­γνω­ρί­σεις ό­τι υ­πάρ­χει κά­τι άλ­λο, πέ­ρα α­πό αυ­τό που ζού­με. Συ­νή­θως δεν το κά­νου­με αυ­τό και τό­τε νοι­ώ­θου­με πε­ρισ­σό­τε­ρη μο­να­ξιά. Συ­νή­θως πε­ρι­ο­ρί­ζου­με τη ζω­ή σε αυ­τό που ζού­με και ό­χι σε κά­τι άλ­λο.


Στο Ευ­αγ­γέ­λιο που δι­α­βά­σα­με την Κυ­ρια­κή, λέ­ει ο νε­α­ρός «τι μπο­ρώ να κά­νω για να α­πο­κτή­σω την αι­ώ­νια ζω­ή;» κι α­παν­τά ο Χρι­στός «ά­μα θέ­λεις να α­πο­κτή­σεις τη ΖΩΗ, τό­τε να τη­ρή­σεις τις εν­το­λές». Δεν λέ­ει την αι­ώ­νια ζω­ή. Λέ­ει τη ζω­ή, την πραγ­μα­τι­κή ζω­ή, η ο­ποί­α δεν εί­ναι μό­νο η ζω­ή που ζού­με. Αυ­τό που ζού­με δεν εί­ναι ζω­ή, εί­ναι ζω­ή μπρο­στά στο θά­να­το. Αλ­λά για να φτά­σεις σ’ αυ­τό, πρέ­πει να εν­νο­ή­σεις τι θα πει να εί­σαι μό­νος, πρέ­πει να α­πο­κτή­σεις το φό­βο ό­τι θα πε­θά­νεις, ό­τι μπο­ρεί να πε­θά­νεις μό­νος σου, που εί­ναι ο χει­ρό­τε­ρος φό­βος. Προ­σπα­θού­με να λύ­σου­με ό­λα τα άλ­λα χω­ρίς να δού­με αυ­τό. Ε, δεν λύ­νον­ται.

Ό­ταν σκε­φτό­μα­στε το δι­κό μας το θά­να­το, αλ­λά και ό­ταν σκε­φτό­μα­στε τι εί­μα­στε ε­μείς μπρο­στά στο θά­να­το. Κοί­τα­ξε, έ­χου­με μί­α αί­σθη­ση παν­το­δυ­να­μί­ας και πρέ­πει να σπά­σει αυ­τό. Ο μό­νος τρό­πος να σπά­σει, εί­ναι να δού­με το θά­να­το. Ό­λος ο κό­σμος προ­σπα­θεί να τον α­πο­φύ­γει. Ό­λοι ό­μως κά­πο­τε θα πε­θά­νου­με. Ό­λοι προ­σπα­θούν να ε­λέγ­χουν α­κό­μα και τις και­ρι­κές συν­θή­κες κι έρ­χε­ται έ­νας καύ­σω­νας και τα καί­ει ό­λα. Προ­σπα­θού­με να φτι­ά­ξου­με μια ζω­ή πο­λύ πα­ρα­δει­σέ­νια ώ­στε να α­πο­φύ­γου­με τον ου­σι­α­στι­κό φό­βο και τη θλί­ψη. Δεν μπο­ρού­με ό­μως να ξε­φύ­γου­με α­πό τον πό­νο και τη θλί­ψη.


Όν­τως ο πό­νος και η θλί­ψη δη­μι­ουρ­γούν μο­να­ξιά. Δεν μπο­ρείς ε­σύ α­πό­λυ­τα να πά­ρεις τον πό­νο τον δι­κό μου. Εί­ναι δι­κός μου πό­νος. Ό­ταν πο­νά­ει το χέ­ρι μου, πο­νά­ει το χέ­ρι μου. Δεν πο­νά­ει το δι­κό σου. Μπο­ρώ να σου πω πώς εί­ναι, μπο­ρεί να μου πεις ό­τι πό­νε­σε κά­πο­τε και το δι­κό σου. Ό­μως του κα­θε­νός ο πό­νος εί­ναι κά­τι δι­κό του, α­πο­κλει­στι­κό του.

Ο Χρι­στός σταυ­ρώ­νε­ται και λέ­με ό­τι παίρ­νει τον πό­νο, βι­ώ­νει το θά­να­το. Ε­μείς χρει­ά­ζε­ται να ταυ­τι­στού­με με τον πό­νο και το θά­να­το του Χρι­στού, που δεν ή­ταν έ­νας δι­κός Του πό­νος. Αυ­τός πό­νε­σε για­τί αυ­τός ο κό­σμος ή­ταν και εί­ναι στην α­μαρ­τί­α. Ή­ταν έ­ξω α­πό τον ί­διο τον ε­αυ­τό Του ο πό­νος. Ο μό­νος τρό­πος για να υ­περ­βού­με τον πό­νο, εί­ναι να βγού­με έ­ξω α­πό αυ­τόν και να πού­με ό­τι ό­λος ο πό­νος συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται σ’ έ­να γε­νι­κό­τε­ρο πό­νο. Μό­νο έ­τσι μπο­ρού­με να α­πο­φύ­γου­με το πρό­βλη­μα της μο­να­ξιάς, να ξε­φύ­γου­με α­πό τη μο­να­ξιά που προ­κα­λεί ο πό­νος.


Όλο το κείμενο στό "ΑΡΧΑΓΓΕΛΩΝ ΚΕΙΜΕΝΑ".