ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΔΙΑΚΟΠΩΝ

Σάββατο βράδυ, ἀρχές Σεπτεμβρίου. Τό βουητό τῆς πόλης μονότονο κι ἐκνευριστικό. Οἱ καλοκαιρινές ἄδειες τελείωσαν κι ὅλοι γύρισαν πίσω. Συζητήσεις στά Ἀθηναϊκά μπαλκόνια γιά τούς τόπους τῶν διακοπῶν, τίς παραλίες, τίς «μπαταρίες πού γέμισαν», τά χρήματα πού ξοδεύτηκαν. Κουβέντες γιά ὄμορφα νησιά καί ἐξωτικές παραλίες, γιά ταξίδια στό ἐξωτερικό, γιά γαστρονομικές πανδαισίες, γιά ἐντυπωσιακά κλάμπ, γιά πολύωρες οἰνοποσίες, γιά ἐρωτικές «περιπέτειες». Νά κρατοῦσε κι ἄλλο ἡ καλοκαιρινή σχόλη, νά εἴχαμε πολλά χρήματα καί νά μήν δουλεύαμε, νά κερδίζαμε τό λαχεῖο... Ἐπίφαση εὐτυχίας σέ ἡλιοκαμμένα πρόσωπα, μά οἱ ψυχές βαρειές καί δυσκολεμένες. Κάθε φθινόπωρο ἡ ἴδια πάντα θλίψη, ἡ ἴδια πάντα ἀπαισιοδοξία.

Ἔγινε ἡ ζωή μας ἐπίπεδη καί ρηχή καί χάσαμε τήν ἰσορροπία μας. Κάναμε τίς διακοπές μας παρωδία ἀναψυχῆς, μεταφέραμε τήν ἔνταση τῆς μεγαλούπολης στήν ἐξοχή, τίς ἴδιες συνήθειες, τόν ἴδιο τρόπο διασκέδασης, τόν ἴδιο θόρυβο. Τυποποιήσαμε τά πάντα, τό φαγητό, τά ροῦχα, τήν μουσική. Μαζεύουμε λεφτά ὅλο τόν χρόνο γιά νά ζήσουμε λίγο τήν ψευδαίσθηση τοῦ πλούτου, νά βροῦμε χαρά στήν θερινή ὑπερκατανάλωση. Ἀφοῦ καταστρέψαμε τίς πόλεις, «ἐκσυγχρονίσαμε» καί τήν ἐπαρχία μέ τήν ξιπασιά τοῦ πρωτευουσιάνου. Κυριεύτηκε ἡ κάποτε πανέμορφη Ἑλληνική ὕπαιθρος ἀπό κακογουστιά, στά κτίρια, στίς παραλίες, στά μαγαζιά. Γέμισε ἡ ἐπικράτεια ἀπό «βιλίτσες», αὐθαίρετες καί νόμιμες, ἀκριβότερες συνήθως ἀπό ὅτι ἐπιτρέπει τό οἰκονομικό ἐπίπεδο τοῦ καθενός μας. Ἀτέλειωτες ὧρες δουλειᾶς καί χρέη γιά πολυτελῆ σπίτια πού θά κατοικηθοῦν ἕνα μῆνα τόν χρόνο.

Ἀναγκαῖο τό διάλειμμα στόν ἄνθρωπο τῆς σύγχρονης ἐποχῆς. Νά διακοπεῖ λίγο ὁ ἔντονος ρυθμός τῆς καθημερινότητας, νά μαζευτεῖ ἡ οἰκογένεια πού ἐλάχιστα βρίσκεται μαζί πιά, νά χαροῦμε τήν ξεγνοιασιά τῆς θάλασσας, τό γαλάζιο τοῦ οὐρανοῦ, τόν καθαρό ἀέρα, τίς καλοκαιρινές βραδιές μακριά ἀπό τό νέφος τῆς μεγαλούπολης. Ξεχάσαμε ὅμως πώς δέν εἶναι ὁ τόπος, ἀλλ’ ὁ τρόπος πού ξεκουράζει τήν ψυχή. Λησμονήσαμε πώς «ἐκεῖ πού εἶναι ὁ θησαυρός σου, ἐκεῖ θά εἶναι καί ἡ καρδιά σου». Κι ἡ καρδιά μας δοσμένη εἶναι στήν λατρεία τοῦ πλούτου, τοῦ εὔκολου κέρδους, τῆς πολυτέλειας, τῆς εὐδαιμονίας, τῆς ἀλόγιστης ἐρωτικῆς ἐπιθυμίας. Αὐτά ἀποζητοῦμε καί στίς διακοπές μας, αὐτά ἀποζητοῦμε νά μᾶς «ξεκουράσουν».

Δύσκολο ὅμως νά ξεκουραστεῖ ἡ ψυχή, ὅταν δέν ὑπάρχει σκοπός καί λόγος στήν ζωή, δύσκολο νά εἰρηνεύσει ὅταν ἡ ἀστοχία γίνεται κανόνας. Ὑπερβήκαμε τό μέτρο καί ἀλλοτριωθήκαμε. Χάσαμε τήν ἁπλότητά στόν καθημερινό βίο, στίς σχέσεις μας, στήν ἐπικοινωνία μας. Χωρίς πίστη οἱ περισσότεροι, ἀναζητοῦμε νόημα στό ἀσήμαντο, ψάχνουμε τήν χαρά στό ἐφήμερο. Μονόδρομος οἱ ἐπιλογές μας, παυσίπονα στήν μοναξιά μας, στήν ἔλλειψη νοήματος.

Εὐλογία οἱ διακοπές ὅταν γίνουν πρότυπο ζωῆς, ὅταν ἀναζητήσουμε τήν γαλήνη πού λείπει ἀπό τήν σύγχρονή πραγματικότητα, ὅταν ψηλαφήσουμε ἕναν ἄλλο τρόπο ζωῆς.

Κοντά στήν φύση ἡ δοξολογία βγαίνει πιό εὔκολα ἀπό τήν ψυχή, θαυμάζει ὁ ἄνθρωπος τά ἔργα τοῦ Θεοῦ, τήν ὀμορφιά τῆς πλάσης. Εὐκαιρία νά ζήσουμε λιτά, χωρίς τά περιττά πού συσσωρεύσαμε στήν πόλη, νά προσπαθήσουμε (ἐπιτέλους) νά ἐπικοινωνήσουμε μέ τά ἀγαπημένα μας πρόσωπα, νά στοχαστοῦμε πάνω σ’ ὅλα αὐτά πού συνήθως τόν ὑπόλοιπο χρόνο θέλουμε νά ξεχάσουμε, νά γνωρίσουμε λίγο τόν ἑαυτό μας, νά ὁμολογήσουμε τίς ἀδυναμίες μας, νά ἀναζητήσουμε τόν χαμένο χρόνο, νά μελετήσουμε, νά προσευχηθοῦμε, ν’ ἀποζητήσουμε τόν Χριστό πού τόσο λείπει ἀπό τήν ζωή μας.

Σάββατο βράδυ, ἀρχές Σεπτεμβρίου. Τό βουητό τῆς πόλης σκεπάζει τά λόγια. Ἄλλο ἕνα καλοκαίρι πέρασε, ἄλλος ἕνας χειμώνας θά’ ρθει. Στά χείλη ἔρχεται ἡ ἰκεσία τοῦ Ἁγίου Μελωδοῦ: Ἥλιε ἄδυτε, ἄσβηστε, ἀκατάληπτε, Ἐσύ πού στούς Μάρτυρες λάμπεις, καί τήν ψυχή μου καταφώτισε...