ΜΕΤΕΚΛΟΓΙΚΟΝ Β΄

Ὁ κ. Αβαρίδης... εἶχεν ἐκλεχθῆ ἄλλοτε καί διατελέσει δίς βουλευτής. Τήν τελευταίαν φοράν μάλιστα, κάποιος ἐν Ἀθήναις ἰδών αὐτόν μιά τῶν ἡμερών ἀναγινώσκοντα ἐν καφενείῳ τά πρακτικά τῆς συνεδριάσεως τῆς προτεραίας ἐν τῆ Νέα Εφημερίδι, τόν ἠρώτησεν ἄν δέν ἦτο παρών εἰς τήν συνεδρίασιν. “Ὄχι, ἤμουν, ἀπήντησεν ὁ κ. Ἀβαρίδης, ἀλλά καλύτερα τά γράφει ἐδῶ”. Εἶναι ἀληθές ὅτι κατά τήν σύνοδον ἐκείνην, ὡς καί καθ’ ὅλην τήν περίοδον δέν εἶχε καλοχορτάσει τόν ὕπνον ἐπί τῶν ἐδωλίων τῆς αἰθούσης τῶν συνεδριάσεων. Μόλις ἔκλειε τούς ὀφθαλμούς, καί γείτων συνάδελφος, λίαν υποχρεωτικός, πολιτικός φίλος, τόν ἐξύπνα ἀποτόμως σείων αὐτοῦ τόν βραχίονα, καί τοῦ ἐσύριζεν εἰς τό οὔς μίαν λέξιν πάντοτε. Ναί ἤ Ὄχι. Σχεδόν κάθε δέκα λεπτά ἐγίνετο ψηφοφορία. Κοπιωδεστάτη ὑπῆρξεν ἡ σύνοδος ἐκείνη. Τά νομοσχέδια ἐπέπιπτον σωρηδόν, ὡς βροχή, ὡς χάλαζα, κ’ ἐτάραττον τόν ὕπνον τοῦ ἀγαθού ἐπαρχιώτου...

...Τόν παλαιόν καιρόν αἱ ἐκλογαί ἐγίνοντο μέ ὄρεξιν, μέ πεῖσμα καί μέ μυθιστορικάς πολλάκις περιπετείας... Εἰς τάς βουλευτικάς ἐκλογάς πάλιν ἄν κ’ ἐψηφοφόρουν πολλοί, τό καλόν ἦτο ὅτι δέν εχρειάζοντο σφαιρίδια, ἴσχυον τά ψηφοδέλτια. Τοιαῦτα μικρά δελτάρια χάρτου, εἰς καλός γραμματεύς ἠδύνατο νά συντάξη πεντακόσια εἰς δύο ὥρας. Ἐπ’ αὐτῶν ἔγραφε τά ὀνόματα τῶν ὑποψηφίων οὔς ἤθελε, χωρίς κάν νά έρωτήση τόν ψηφοφόρον τίνας ἐπιθυμεῖ νά ἐκλέξη. Καί εἰς τόν κατάλογον τῶν ψηφοφορησάντων δέν ἦτο ἀνάγκη νά ἐγγράφωνται πάντοτε ὀνόματα ζώντων. Διά τῆς προσθήκης διακοσίων ἤ τριακοσίων ψηφοδελτίων ἐπ’ ὀνόματι ἰσαρίθμων συχωρεμένων, ὁ δήμαρχος καί ἡ ἐπιτροπή ἠδύνατο νά κεραυνοβολήσωσι τούς ἀντιπάλους, πλάττοντες αὐτοί ἀντιπροσώπους, οὔς ἤθελον.

Ἐάν ὅμως οἱ ἀντίθετοι τούς διέβαλλον ἐπί κιβδηλεία καί πλαστογραφία, εὔκολον ἦτο νά ἐξαφανίσωσι πᾶν ἴχνος εἰσορμῶντες διά τοῦ παραθύρου εἰς τόν τόπον τῆς ἐκλογῆς, κλέπτοντες διά νυκτός τήν μοναδικήν καί εὐμετακόμιστον μέ τό χάρτινον φορτίον κάλπην, καί καταστρέφοντες αὐτήν καί τό περιεχόμενον, συγχρόνως δέ ὑπογράφοντες ἀναφοράν πρός τόν κύριον νομάρχην, καί παρακαλοῦντες αὐτόν εὐσεβάστως νά διατάξη νέας ἐκλογάς, “ἐπειδή οἱ ἀντίθετοι, βλέποντες τήν ἀποτυχίαν των, ἐξηφάνισαν τήν κάλπην”.

(Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, Οἱ Χαλασοχώρηδες, Ἄπαντα, τόμ. 2, κριτική ἐκδ. Ν. Α. Τριανταφυλλοπούλου, ἐκδ. Δόμος).