ΚΑΛΑ ΠΟΥ ΕΣΥ ΠΕΘΑΝΕΣ ΝΩΡΙΣ...

" Καλά ἄντρα μου πού ἐσύ πέθανες νωρίς, νά μήν τό δεῖς αὐτό. Νά μήν δεῖς τίς ἐλιές πού χρόνια τίς περιποιόσουνα, νά' ναι καμμένες. Τώρα κάθε φορά πού θά' ρχομαι στό μνῆμα σου, θά χω νά κλαίω καί τό χωράφι μας ἀπέναντι στόν λόφο. Πού νά φανταστεῖς ἄντρα μου πώς τέτοιο κακό θά μᾶς ἔβρισκε. Περάσαν Γερμανοί, περάσαν στρατοί κι ἀντάρτες, μά δέν τό ξανάδαμε αὐτό...

Καλά πού ἔφυγες νωρίς νά μήν δεῖς τό βιός σου κατεστραμμένο, τίς ἐλιές πού σπουδάσαν τούς γιούς καί παντρέψαν τίς κόρες μας. Τίς ἐλιές πού μέ τόσο κόπο ἀνάστησες, πού τίς ἀγάπαγες σάν νά' ταν παιδιά σου κι αὐτές...


Καλά πού ἔφυγες νωρίς καί δέν εἶδες καμμένο τόν κάμπο, τό βιός τῶν χωριανῶν μας καί τά βουνά κατακαμμένα, πᾶνε τά ψηλά τά πεῦκα πού τα' ντυναν καί τά 'μόρφαιναν, πάει κι ὁ καθαρός ἀέρας πού δρόσιζε τίς ψυχές μας...


Πάει κι ἡ ρεματιά ἡ κατάφυτη, πού παίνεμα τό' χαμε, εἴκοσι λεπτά διαδρομῆς μέσα στήν πυκνή βλάστηση γιά νά φτάσουμε στό χωριό μας, ὅλοι μᾶς λέγαν γιά τήν διαδρομή αὐτή πώς ἀπ' τίς πιό ὄμορφες στήν Πελοπόννησο ἦταν, πού οἱ ἀθρώποι κατέβαιναν ἀπ' τά αὐτοκίνητα καί περπατοῦσαν καί χαιρόταν ἡ ψυχή τους καί ξεχνοῦσαν τήν Παλιοαθήνα πού θά τά φάει τώρα τά παιδιά μας νά πᾶνε γιά δουλειές, τί νά κάνουν πιά ἐδῶ;"...


Ὁ μονόλογος εἶναι περίπου πραγματικός, συμπίλημα ἀπό τό μοιρολόϊ γιά τόν τόπο τους, δυό γυναικῶν στήν Νέα Φιγαλεία Ἠλείας, τόπο τοῦ γράφοντος τό παρόν κείμενο...

Τό χωριό ἀπό τόν δορυφόρο, πρίν τήν καταστροφή .
Ὅλο σχεδόν αὐτό τό πράσινο πού βλέπουμε στήν φωτό κάηκε...