ΠΑΛΕΥΕΙΣ ΑΚΟΜΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ;

Κάθε φορά πού διαβάζουμε ἕνα κείμενο τοῦ Ν. Καζαντζάκη, νοιώθουμε χαρά καί λύπη συνάμα. Χαρά πού ὁ Θεός προίκισε ἕναν ἄνθρωπο μέ τόσο μεγάλο συγγραφικό ταλέντο καί πεῖνα ὑπαρξιακή, καί λύπη γιατί ἡ εὐαίσθητη αὐτή ψυχή δέν βρῆκε τήν Ἀλήθεια, ἀλλά βασανίστηκε ἀπό τό ἀνικανοποίητο καί τήν ἀπιστία. Νομίζουμε ὅτι ἡ τότε Ἱ. Σύνοδος ἔκαμε λάθος πού τά' βαλε μέ τόν Καζαντζάκη (δέν τόν ἀφόρισε παρά τά ὅσα λανθασμένα γράφονται). Κατανοοοῦμε τίς τότε ἱστορικές συνθῆκες, μά θά ἀρκοῦσε μιά τοποθέτηση πάνω στίς ἀπόψεις τοῦ Καζαντζάκη καί μιά κουβέντα συμπαράστασης στόν ψυχικό Γολγοθᾶ του. Κοιτᾶξτε ἐδῶ τό ἀδιέξοδο τοῦ νοῦ του, τόν σεβασμό πού δείχνει στόν ἀσκητή καί στίς ἀπόψεις του, μά καί πώς ὁ ἴδιος ἐντοπίζει τήν ἀρρώστεια του!


— Παλεύεις ακόμα με το Διάβολο, πάτερ Μακάριε; ρώτησα.

— Όχι πια, παιδί μου· τώρα γέρασα, γέρασε κι αυτός μαζί μου· δεν έχει δύναμη · παλεύω με το Θεό.

Με το Θεό! έκαμα ξαφνιασμένος- κι ελπίζεις να νικήσεις;

—Ελπίζω να νικηθώ, παιδί μου· μου απόμειναν ακόμα τα κό­καλα- αυτά αντιστέκουνται.

Βαριά η ζωή σου, γέροντα μου· θέλω κι εγώ να σωθώ, δεν υπάρχει άλλος δρόμος;

— Πιο βολικός; έκαμε ο ασκητής και χαμογέλασε με συμπόνοια.

— Πιο ανθρώπινος, γέροντα μου.

— Ένας μονάχα δρόμος.

Πώς τον λεν;

—Ανήφορο- ν' ανεβαίνεις ένα σκαλί- από το χορτασμό στην πείνα, από τον ξεδιψασμό στη δίψα, από τη χαρά στον πόνο- στην κορφή της πείνας, της δίψας, του πόνου κάθεται ο Θεός. Στην κορφή της καλοπέρασης κάθεται ο Διάβολος- διάλεξε.

— Είμαι ακόμα νέος· καλή 'ναι η γης, έχω καιρό να διαλέξω. Άπλωσε ο ασκητής τα πέντε κόκαλα του χεριού του, άγγιξε το γόνατο μου, με σκούντηξε:

— Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πριν σε ξυπνήσει ο Χάρος. Ανατρίχιασα.

— Είμαι νέος, ξανάπα για να κάνω κουράγιο.

—Ο Χάρος αγαπάει τους νέους· η Κόλαση αγαπάει τους νέους - η ζωή 'ναι ένα μικρό κεράκι αναμμένο, εύκολα σβήνει, έχε το νου σου, ξύπνα!

Σώπασε μια στιγμή, και σε λίγο:

Είσαι έτοιμος; μου κάνει. Αγανάχτηση με κυρίεψε και πείσμα.

— Όχι! φώναξα.

— Αυθάδεια της νιότης! Το λες και καυχιέσαι, μη φωνάζεις· δε φοβάσαι;

— Ποιος δε φοβάται; Φοβούμαι. Κι ελόγου σου, πάτερ άγιε, δε φοβάσαι; Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύεις να φτάσεις στην κορφή της σκάλας, φάνηκε η πόρτα του Παραδείσου· μα θ' ανοίξει η πόρτα αυτή να μπείς; θ' ανοίξει; είσαι σίγουρος;

Δυο δάκρυα κύλησαν από τις κόχες των ματιών του- αναστέ­ναξε- και σε λίγο:

Είμαι σίγουρος για την καλοσύνη του Θεού· αυτή νικάει και συχωρνάει τις αμαρτίες του ανθρώπου! — Κι εγώ είμαι σίγουρος για την καλοσύνη του Θεού - αυτή λοιπόν μπορεί να συχωρέσει και την αυθάδεια της νιότης.

— Αλοίμονο να κρεμόμαστε μονάχα από την καλοσύνη του Θεού- η κακία τότε κι η αρετή θα μπαιναν αγκαλιασμένες στον Παράδεισο.

— Δεν είναι, θαρρείς, γέροντα μου, η καλοσύνη του Θεού τόσο μεγάλη;


Κι ως το 'πα, άστραψε στο νου μου ο ανόσιος, μπορεί, μα, ποιός ξέρει, μπορεί ο τρισάγιος στοχασμός, πώς θα 'ρθει καιρός της τέλειας λύτρωσης, της τέλειας φίλιωσης, θα σβήσουν οι φωτιές της Κόλασης, κι ο Άσωτος Υιός, ο Σατανάς, θ' ανέβει στον ουρανό, θα φιλήσει το χέρι του Πατέρα και δάκρυα θα κυλήσουν από τα μάτια του: «Ήμαρτον!» θα φωνάξει κι ο Πατέρας θ ανοίξει την αγκάλη του: «Καλώς ήρθες», θα του πει, «καλώς ήρθες, γιε μου· συχώρεσε με που σε τυράννησα τόσο πολύ!».

Μα δεν τόλμησα να ξεστομίσω το στοχασμό μου· πήρα ένα πλάγιο μονοπάτι να του το πω: — Έχω ακουστά, γέροντα μου, πώς ένας άγιος , δε θυμάμαι τώρα ποιος, δεν μπορούσε να βρει ανάπαψη στην Παράδεισο. Άκουσε ο Θεός τους στεναγμούς του, τον κάλεσε: «Τί έχεις κι ανα­στενάζεις;» τον ρώτησε- «δεν είσαι ευτυχής;». — «Πώς να 'μαι ευ­τυχής, Κύριε;» του αποκρίθηκε ο άγιος. «Στή μέση μέση του Παρά­δεισου ένα συντριβάνι και κλαίει».

«Τί συντριβάνι;»

— «Τα δάκρυα των κολασμένων».

Ό ασκητής έκαμε το σημάδι του σταυρού, τα χέρια του έτρε­μαν.


— Ποιος είσαι; έκαμε με φωνή ξεψυχισμένη - ύπαγε οπίσω μου Σατανά! Έκαμε πάλι το σταυρό του τρεις φορές, έφτυσε στον αέρα:

— Ύπαγε οπίσω μου Σατανά, ξανάπε, κι η φωνή του τώρα είχε στερεώσει.

Άγγιξα το γόνατο του πού γυάλιζε στο μεσόφωτο- το χέρι μου πάγωσε.

— Γέροντα μου, του κάνω, δεν ήρθα εδώ να σε πειράξω, δεν είμαι ο Πειρασμός - είμαι ένας νέος που θέλει να πιστέψει απλοϊκά, χωρίς να ρωτάει, όπως πίστευε ο παππούς μου ο χωριάτης - θέλω, μα δέν μπορώ.

Αλίμονο σου, αλίμονο σου, δυστυχισμένε· το μυαλό θα σε φάει, το «εγώ» Θα σε φάει. Ό αρχάγγελος Εωσφόρος, που εσύ υπερασπίζεσαι και θές να τον σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στην Κόλα­ση; Όταν στράφηκε στο Θεό κι είπε: Εγώ. Ναί, ναί, άκου νεαρέ, και βάλ' το καλό στο νου σου: Ένα μονάχα πράμα κολάζεται στην Κόλαση, το «εγώ». Το «εγώ», ανάθεμα το!

Τίναξα το κεφάλι πεισματωμένος:
Με το «εγώ» αυτό ξεχώρισε ο άνθρωπος από το ζώο, μην το κακολογάς, πάτερ Μακάριε.

— Με το «εγώ» αυτό ξεχώρισε από το Θεό. Πρώτα όλα ήταν ένα με το Θεό, ευτυχισμένα στον κόρφο του. Δεν υπήρχε εγώ καί συ κι εκείνος· δεν υπήρχε δικό σου καί δικό μου, δεν υπήρχαν δυο, υπήρχε ένα· το Ένα, ο Ένας. Αυτός είναι ο Παράδεισος πού ακούς, κανένας άλλος- από κει ξεκινήσαμε, αυτόν θυμάται καί λαχταρίζει η ψυχή να γυρίσει- βλογημένος ο θάνατος! τί 'ναι θάνατος θαρρείς; Ένα μουλάρι, το καβαλικεύουμε και πάμε.

Μιλούσε, κι όσο μιλούσε το πρόσωπο του φωτίζονταν γλυκό, ευτυχισμένο χαμόγελο ξεχύνονταν όπα τα χείλια του κι έπιανε όλο του το πρόσωπο. Ένιωθες βυθίζονταν στον Παράδεισο.

— Γιατί χαμογελάς, γέροντα μου;

— Είναι να μη χαμογελώ; μου αποκρίθηκε· είμαι ευτυχής, παιδί μου- κάθε μέρα, κάθε ώρα, γρικώ τα πέταλα του μουλαριού, γρικώ το Χάρο να ζυγώνει.

Είχα σκαρφαλώσει στα βράχια για να ξομολογηθώ στον άγριο τούτον απαρνητή της ζωής- μα είδα ήταν ακόμα πολύ ενωρίς-η ζωή μέσα μου δεν είχε ξεθυμάνει, αγαπούσα πολύ τον ορατό κόσμο, έλαμπε ο Εωσφόρος στο μυαλό μου, δεν είχε ακόμα αφα­νιστεί μέσα στην τυφλωτική λάμψη του Θεού. Αργότερα, συλλο­γίστηκα, σα γεράσω, σαν ξεθυμάνει μέσα μου κι ο Εωσφόρος.

Σηκώθηκα. Άσκωσε ο γέροντας το κεφάλι.

— Φεύγεις; έκαμε· άε στο καλό, ο Θεός μαζί σου.

Και σε λίγο, περιπαιχτικά: — Χαιρετίσματα στον κόσμο.

— Χαιρετίσματα στον ουρανό, αντιμίλησα' και πες στο Θεό, δε φταίμε εμείς, φταίει αυτός πού έκαμε τον κόσμο τόσο ωραίο.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (1883-1957)