ΠΡΟΣΩΠΟΝ ΠΡΟΣ ΠΡΟΣΩΠΟΝ...


Εἶ­ναι τό λοι­πόν τό­σο πα­ρά­ξε­νο νά βλέ­πεις ξα­πλω­μέ­νος ἀ­νά­σκε­λα τόν οὐ­ρα­νό σάν ἔ­χει ὅ­λα τά μα­τά­κια του ἀνοιγ­μέ­να. Βρί­σκε­σαι μέ τόν Θε­ό «ἐ­νώ­πιος ἐ­νω­πί­ῳ, πρό­σω­πον πρός πρό­σω­πον». Οἱ πε­θα­μέ­νοι δέ θά χα­ροῦν πο­τές τους πιά τού­τη τή θε­ϊ­κή νύ­χτα, πού μέ κοι­τά­ζει μέ ὅλα της τ' ἄ­στρα και μέ φω­νά­ζει μέ τίς φω­νές τῶν τρι­ζο­νι­ῶν. Μή­πως εἶναι οἱ φω­νές τῶν πε­θα­μέ­νων πα­λι­κα­ρι­ῶν πού βγαί­νουν ἔ­τσι πα­ρα­πο­νι­ά­ρι­κα ἀ­πό τά ἔγ­κα­τα τῆς γῆς μα­ζί μέ τίς ρί­ζες καί μέ τά φύ­τρα ;

Συλ­λο­γι­έ­μαι: Τό­σα μι­λι­ού­νια χρό­νια τώ­ρα γεν­νι­ούν­ται τού­τα τά ζου­ζού­νια, τρα­γου­δᾶν ὅ­λα μα­ζί κά­θε νύ­χτα, καί πρίν πε­θά­νουν πα­ρα­δί­νουν τά μαν­το­λι­νά­κια τους στά παι­διά τους γιά νά κά­νουν τό ἴ­διο. Αὐ­τό εἰς αἰώ­νας αἰ­ώ­νων. Θάρ­θει, λέ­ω, μιά νύ­χτα πού θά'­ ναι πιά πο­λύ γριά ἡ γῆς. Ὅ­λοι τού­τοι οἱ ἄν­θρω­ποι, πού' ναι νά σα­στί­σεις μέ τή με­γα­λο­φυί­α τους, ὅλοι τοῦ­τοι πού κά­θουν­ται καί σκαρ­φί­ζουν­ται τίς τορ­πί­λες καί τ' ἀ­ε­ρο­πλά­να, θά' ναι ψι­λοκο­σκι­νι­σμέ­νο χῶ­μα. Κι ἡ ἀν­θρω­πό­τη­τα θά­ ναι πιά ἕνας θρῦ­λος, ἕνα κα­κό ὄνει­ρο πού δι­ά­βη­κε καί πά­ει. Θά τό ἀ­να­θυ­μι­οῦν­ται μό­νο πά­που πρός πά­που καί θά τ' ἀνι­στο­ροῦν στούς ἀπο­γό­νους τῶν τ' ἀρ­χαί­α δέν­τρα, σάν θά παίρ­νει νά φυ­σᾶ τ' ἀ­γέ­ρι καί θ' ἀρ­χί­ζουν οἱ φυλ­λω­σι­ές νά ψι­θυ­ρί­ζουν θυ­μη­τι­κά.

Ὡστό­σο καί κεί­νη τή νύ­χτα τά μι­κρά τρι­ζό­νια θά βγοῦ­νε νά τρα­γου­δή­σουν ὅλα μα­ζί κά­τω ἀπό τ' ἀ­μέ­τρη­τα ἀ­στέ­ρια τοῦ­τον τόν ἴδιο σκο­πό. Κι ὁ οὐ­ρα­νός θ' ἀν­θί­σει πά­λι ὅ­λες τίς ἀ­ση­μέ­νι­ες μαρ­γα­ρί­τες του καί θά σκύ­ψει ν' ἀ­φουγ­κρα­στεῖ τά κρου­σταλ­λέ­νια μαν­το­λι­νά­κια. Καί παν­τοῦ θ' ἀ­πλώ­νε­ται τό ἴ­διο πα­γω­μέ­νο μυ­στή­ριο. Τά νέ­α δά­ση θά βου­ζουν δί­χως νά πά­ρουν εἴδη­ση πώς δέν ὑ­πάρ­χουν πιά ποι­η­τές γιά νά ρι­μά­ρουν τή βου­ή τους καί στρα­τι­ῶτες νά τά κό­ψουν πα­λού­κια γιά συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα. Κ' οἱ θά­λασ­σες θά δέρ­νουν τίς ἀ­δά­μα­στες ἀ­χτές καί θά πη­δᾶν ὁλοέ­να πά­νω ἀ­πό τίς ἀν­τάρ­τισ­σες ξέ­ρες, δί­χως ναά πο­λυσκο­τί­ζουν­ται γιά κεῖνο το ξιπ­πα­σμέ­νο ζων­τό­βο­λο, πού μιά φο­ρά κ' ἕ­ναν και­ρό πί­στε­ψε στ' ἀ­λή­θεια πώς ὁ­λα τά ἐ­ξαί­σια ἔρ­γα καί κι­νή­μα­τα τοῦ Θε­οῦ γί­νον­ταν γιά τή ζα­χα­ρέ­νια του. Ὡ­στό­σο σκο­τώ­νου­με καί ξε­κοι­λι­ά­ζου­με ἐν τῷ με­τα­ξύ γιά τήν «ἐ­λευ­θε­ρί­α τῶν λα­ῶν ».

Πᾶ­νε ρώ­τα ἕναν Ἰν­τιά­νο, ἕ­ναν Κι­νέ­ζο. Ὅ­λοι αὐ­τοί οἱ σκλά­βοι θά σοῦ ποῦν μ' ἕ­να στό­μα πώς πο­λε­μᾶν γιά τήν « ἐ­λευ­θε­ρί­α τῶν λα­ῶν ». Κα­νέ­νας τους δέ λέ­ει νά πο­λε­μή­σει μιά στα­λιά καί γιά τή δι­κιά του τή λευ­τε­ριά, π' ἀ­νά­θε­μά την !

Ἡ ζω­ή ἐν τά­φῳ, Στρα­τῆ Μυ­ρι­βή­λη, ἐκδ. Ἐστία