ΤΡΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, ΤΡΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ...

Τρεῖς γυναῖκες, τρεῖς ἱστορίες. Γυναῖκες μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς, κεκοιμημένες τώρα πιά καί προφανῶς ἀπό αὐτές πού ἀπολαμβάνουν τήν χαρά τῆς Βασιλείας Του. Γυναῖκες ἑνός ἤθους ἄλλου, πού δύσκολα θά ξαναζήσουμε στήν χώρα μας. Γυναῖκες μέ μιά εὐσέβεια βαθύτατη, ζυμωμένη στήν σκληρή ζωή τοῦ χωριοῦ καί στήν ἁπλότητα τῆς καρδιᾶς. Γυναῖκες τῆς ὑπαίθρου μέ πίστη ἀμόλυντη ἀπό τίς λογιῶν - λογιῶν ἀστικές ἐπιδράσεις.


Ἡ Δημητρούλα. Μπροστά στό φοῦρνο της, ὅπου φούρνιζε ἀπό τότε πού στάθηκε στά πόδια της, μέχρι τό τέλος τοῦ βίου της. Ὁ ἴδιος φοῦρνος, τό ἴδιο σπίτι, τό ἴδιο στασίδι στήν Ἐκκλησία, τό ἴδιο χωριό μιά ὁλόκληρη ζωή. Τό ὑποκοριστικό Δημητρούλα παρέμεινε ἐσαεί, εἴτε λόγῳ συνήθειας, εἴτε λόγῳ τοῦ μικροκαμωμένου σώματος. Μητέρα τριῶν παιδιῶν, ἔβγαλε πόλεμο, κατοχή καί ἐμφύλιο κάνοντας τήν παράκληση κάθε μέρα, γιά τά παιδιά της καί τά παιδιά τοῦ κόσμου ὅλου. Τά δίδασκε τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί ἐπέμενε πολύ στήν εὐγένεια. Νά χαμογελᾶτε, νά χαιρετᾶτε ὅλο τόν κόσμο, νά μήν τσακώνεστε μέ κανένα. Τό παλληκάρι πού χάθηκε στό τέλος τοῦ πολέμου τό θρήνησε χωρίς νά κλονιστεῖ ποτέ ἡ πίστη της. Ἔζησε 88 χρόνια καί ἀπ' αὐτήν βγῆκε παιδί καί ἐγγόνι πού κρατοῦν γερά τήν πίστη.

Ἡ Διαμαντούλα. Ἡ Παπαδιαμαντική ἀεικίνητη μακαρία κυρούλα μέ τήν μεγάλη ἀγάπη στόν Χριστό καί τήν ἀστείρευτη ἐνέργεια. Μικρή τήν προξενέψανε μέ ἕνα πλούσιο, ἀλλά προτίμησε νά πάρει τόν διαλεχτό τῆς καρδιᾶς της, κι ἔτσι παντρεύτηκε μέσα στήν κατοχή μέ ξυλοπάπουτσα. Δέν ἔκανε παιδιά, ἀλλά ἔζησε μέ ἀγάπη μέ τόν κυρ - Νίκο της, χρόνια πολλά. Μαζί παντοῦ, στό χωράφι, στήν Ἐκκλησία, στήν βόλτα. Προίκισε τά παιδιά τοῦ χήρου ἀνηψιοῦ της - μέχρι τά γεράματά της ἐξακολουθοῦσε νά πλέκει μέ τό βελονάκι καί ὅ, τι χρήματα ἔβγαζε τά ἀποταμίευε γιά τά ὀρφανά. Ποτέ δέν γκρίνιαζε, ἀλλά συνεχῶς δοξολογοῦσε, ἔψελνε καί ἀπό στήθους ἀράδιαζε ἀποφθέγματα, παροιμίες, ποιήματα καί τραγούδια. Ἄμα τῆς ἔλεγες ὅτι εἶναι φτωχή, θύμωνε καί σοῦ ἀπαντοῦσε ὅτι φτωχή ἦταν μόνο στήν κατοχή κι ὅτι ὅλα τά καλά τοῦ Θεοῦ τά ἔχει. Κι ὅταν ἀρρώστησε στά 87 της, ἀρνήθηκε νά ὑποστεῖ τούς μάταιους ἐξευτελισμούς τῶν νοσοκομείων γιά νά κερδίσει μερικές μέρες ζωῆς. Προτίμησε νά πεθάνει στό σπίτι της κι εἶχε παρέα ὅλο τό χωριό, πού τήν συντρόφεψε στήν ἀναμονή τοῦ τέλους της. Ἔφυγε δοξολογώντας καί ἔδωσε σέ ὅλους ἕνα παράδειγμα ὁσιακῆς ἐξόδου ἀπό τήν ζωή.

Ἡ Παναγιώτα. Ἐδῶ στήν φωτογραφία στό τέλος τῆς ζωῆς της, μέ τά μάτια θαμπά στά ἐνενῆντα της χρόνια καί τό πρόσωπο σκαμμένο ἀπό τόν ἥλιο καί τόν ἀγέρα, μά μέ τό μυαλό ξυράφι. Ἡ πραγματικα λεβέντισσα ἀγρότισσα μιᾶς Ἑλλάδας πού χάθηκε. Παπαδοκόρη, ἕνα ἀπό τά δέκα παιδιά τοῦ δάσκαλου παπα-Ἀναστάση. Φτωχό τό χωριό, μεγάλη ἡ οἰκογένεια, καί ἡ Παναγιώτα ἀπό τότε πού τά ἀγόρια ἔφυγαν γιά σπουδές καί γιά στρατούς, σηκωνόταν ἀξημέρωτα νά φουρνίσει, νά περιποιηθεῖ τά ζῶα, νά φέρει νερό ἀπό τό ποτάμι μέ ἕνα βαρέλι στήν πλάτη. Παντρεύτηκε τόν κυρ - Κώστα, νοικοκύρη καλό που'χε τό μαγαζί γενικοῦ ἐμπορίου στό μικροσκοπικό χωριό. Τήν εἶχε ἀρχόντισσα καί κείνη ὅλο στά χωράφια ἔτρεχε νά αὐγατίσει τό βιός, νά'χουν τά παιδιά μέλλον. Καί τά' κανε καί τά τέσσερα ἀνθρώπους καλούς, πού μέχρι τώρα σέ σκλαβώνουν μέ τό ὴθος καί τήν καλωσύνη τους.

Τρεῖς γυναῖκες, τρεῖς (ἐν περιλήψει) ἱστορίες ζωῆς. Τρεῖς γυναῖκες πού' ἦταν ὅπως τίς περιγράψαμε, χωρίς ὡραιοποιήσεις κι ὑπερβολές. Γυναῖκες τῆς ταπεινῆς Ἑλλάδας μας, γυναῖκες μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς, γυναῖκες τοῦ Χριστοῦ, παράδειγμα γιά τίς νεώτερες, μά καί γιά ὅλους μας. Δήμητρας, Ἀδαμαντίας καί Παναγιώτας, αἰωνία ἡ μνήμη. Ἀμήν.